Ἀνίχνευσις τῆς "φιλοσοφικῆς" πορείας τοῦ Ἀποστ. Μακράκη

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΝ

Γ. ῾Η πορεία τῆς «φιλοσοφικῆς» σκέψεως τοῦ Μακράκη πρὸς ἐξεύρεσιν λογικῆς ἀποδείξεως τοῦ Τρισυποστάτου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ πρὸς καταξίωσιν τῆς ἀποδείξεώς του

῾Η μακράκειος «Φιλοσοφία» (ἔνθα Φιλοσοφία = λόγος περὶ τοῦ Λόγου[1])

῾Ο Μ. πλειστάκις ἐπανερχόμενος εἰς τὸ Cogito..., τῆς γνωστῆς αὐτῆς ἀξιωματικῆς προτάσεως τοῦ Descartes, ἀφήνει νὰ ἐννοηθῇ ὅτι ἐκκινεῖ ἐξ αὐτῆς, ἀλλὰ τὴν σημασίαν της δὲν τὴν ἀναγνωρίζει. Τὴν δέχεται μὲ διαφορετικὸν νόημα καὶ τὴν θέτει ὡς ἔναυσμα τῆς «φιλοσοφικῆς μεταφυσικῆς» του[2], τοῦ μακρακείου συγκρητισμοῦ, ἀλλὰ τὴν ἀπορρίπτει ὡς σκέψιν-συμπέρασμα τοῦ Descartes, μὲ τὸ αἰτιολογικὸν ὅτι ἀμφιβάλλει διὰ τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ. Κρίνει τὸν Descartes, τὸν Kant καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους, δυτικοὺς ἀλλὰ καὶ συμπατριώτας του, μὲ βάσιν τὸ Τρισύνθετον αὐτοῦ. ᾿Εκ τοῦ βιβλίου του «Λογική», εἰς τὸ ὁποῖον γίνεται ἀναλυτι-κώτερον λόγος περὶ τῶν διαφόρων δυτικῶν φιλοσοφιῶν, συνάγεται ὅτι ὁ Μ. ἐγνώριζε ἐπιφα-νειακῶς τὰ σύγχρονά του ρεύματα, ἔδιδε τὸν ὁρισμόν των, καί, εὑρίσκων ὅτι αὐτά εἴτε ἀντιφάσκουν πρὸς ἄλληλα εἴτε ἀπᾴδουν πρὸς τὰς ἀπόψεις του, τὰ ἀπέρριπτε.[3]

Τὸ «σκέπτομαι· οὐκοῦν ὑπάρχω», τοῦ Descartes, ἀποτελεῖ, λοιπόν, τὴν βάσιν, φραστικῶς, ὡρισμένων βασικῶν πτυχῶν τῆς φιλοσοφίας τοῦ Μ., χωρίς, ὡς εἶναι φανερόν, ὅμως, τὸ Cogito νὰ τύχῃ τῆς ἀπαιτουμένης ἐμβαθύνσεως καὶ ἀναπτύξεως ἀπὸ αὐτόν.[4] Γενικῶς, ἐπεθύμει νὰ ἐμφανίζηται ὡς γνώστης τῶν πάντων, καί, κατόπιν «ἀποδεικτικῆς διαδικασίας», ἠναγκαζόμενος νὰ ἀπορρίψῃ, συνοπτικῶς, τὰ πάντα, ἐφρόντισε νὰ ἀναπτύξῃ τὴν «ἀλάνθαστον ἐπιστήμην» του, μὲ κορωνίδα τὴν «Φιλοσοφίαν (λόγον περὶ τοῦ Λόγου)» του. ῾Η οὐσιαστικὴ ἀντίθεσίς του πρὸς τὸν Descartes συνίστατο εἰς τὸ ὅτι ὁ τελευταῖος ἀπεδέσμευε τὸν ἀνθρώπινον ὀρθὸν λόγον ἐκ τοῦ ᾿Ορθοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ Μ. ἐταύτιζε τοὺς δύο λόγους, ὁρίζων τὴν διαφοράν των ὡς διαφορὰ μεγέθους (ἀκτὶς ἡλίου πρὸς ἥλιον). ῾Ο Descartes ἐνεκλώβιζε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ἀτομικόν του ἐγώ, ἐνῷ ὁ Μ., διὰ τῶν πεφυτευμένων («ἐν ἀντιθέσει» πρὸς τὰς ἐμφύτους ἰδέας τοῦ John Locke) ὑπὸ τῆς Παντοδυναμίας τῆς Θεότητος (τοῦ μακρακείου ῾Αγίου Πνεύματος) εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου «ἀλανθάστων» «ἀρχικῶν κρίσεων» («τὸ ἀνέκκλητον κριτήριον πασῶν τῶν ἐν ἀνθρώποις κρίσεων καταφατικῶν τε καὶ ἀποφατικῶν»), ἐπετύγχανε τὴν «ἀσάλευτον» γνῶσιν.[5]

Μεταξὺ τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν στοχασμῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπησχόλησαν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, ἦτο καὶ ἡ ἔλλειψις σταθερότητος τοῦ ὄντος τοῦ ἐμπίπτοντος εἰς τὴν σκέψιν τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ μόνον σταθερὸν ἦτο, κατὰ ὡρισμένας θεωρίας, τὸ ἄχρονον, τὸ θεῖον ῎Ον. ῾Η ἐγκόσμιος πραγματικότης, ἔχουσα ὡς χαρακτηριστικὸν τὴν ροήν, ἦτο ἀβεβαῖα. Παράγωγον τοῦ προβληματισμοῦ τούτου ἦτο, καὶ εἶναι, ἡ σχέσις σκέψεως καὶ πραγματικότητος. ᾿Εξ αὐτῆς ἐξηρτῶντο πολλά εἰς τὴν φιλοσοφίαν, πάντοτε.

῾Ως πρῶτος σταθμὸς τῆς ἱστορίας τῆς ἐρεύνης τοῦ θέματος αὐτοῦ θεωρεῖται ὁ Παρμενίδης. Οὗτος, μὲ τὴν γνωστὴν φράσιν του («τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι»[6]) ἔδιδε λύσιν εἰς τὴν ὑπολείπουσαν «σταθερότητα» τοῦ «ὄντος», ἡ ὁποία παρετηρεῖτο εἰς τὰς προηγηθείσας αὐτοῦ φιλοσοφίας, προκειμένου νὰ γίνῃ «γνωστὴ» ἡ «πραγματικότης». ῾Η μονιμότης, ὅμως, τὴν ὁποίαν ἔδωκε, ἦτο καὶ παραμένει, σχετική· ἐπετεύχθη μὲ τὴν ἐπινόησιν τῶν «ἐννοιῶν». ῾Η «ἔννοια» καλύπτει ἕν εὑρύτερον φάσμα τῆς κινήσεως ἑνὸς ὄντος, τὸ συλλαμβάνει καὶ τὸ κατανοεῖ ὡς «παράστασιν», ὡς εἰκόνα. Καὶ εἶναι μὲν ἡ «ἔννοια» ἀναλλοίωτος ἐν σχέσει πρὸς τὰς αἰσθήσεις (ἐξ αἰτίας ὅλων ἐκείνων τῶν «ψευδαισθήσεων» τῆς φαινομενολογίας), δὲν συγκρίνεται ὅμως μετ᾿ αὐτῶν ὡς πρὸς πολλὰ στοιχεῖα καὶ προϋποθέσεις, τῆς βεβαιότητος, τῆς πραγματικότητος.

῾Ως παράδειγμα ὁ Παρμενίδης ἔφερε τὴν ἔννοιαν τῆς γαλῆς. Τὴν ἔννοιαν μόνον εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ γνωρίζωμεν, ἔλεγε, διότι αἱ διαρκεῖς, ἐν ζωῇ, μεταβολαί (ἡ ροὴ τοῦ ῾Ηρακλείτου), δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν, ἄλλως, τὴν ἀπομόνωσιν τῆς στιγμῆς· μᾶς ἐπιτρέπουν τὴν σκιαφράφισιν μιᾶς εἰκόνος, ἡ ὁποία, ὅμως, ὡς τοιαύτη δὲν εἶναι ἀκριβῶς πραγματικότης. Εἶναι μόνον γεγονὸς κατὰ συμβεβηκὸς καὶ δὲν ἔχει ἰδίαν ὑπόστασιν.[7]

῾Ο Δημόκριτος προσεπάθησε νὰ συγκεράσῃ τὰς θεωρίας τοῦ ῾Ηρακλείτου[8] καὶ τοῦ Παρμενίδου. Τὰ ἄτομα, ἔλεγεν ὁ Δημόκριτος, μὴ δυνάμενα νὰ τμηθῶσι περαιτέρω, παραμένουν ἀναλλοίωται ὀντότητες, αἱ ὁποῖαι ὅμως, δημιουργοῦσαι ποικίλους συνδυασμούς, εὑρίσκονται εἰς ἀκατάπαυστον κίνησιν. ᾿Αργότερον, ἡ διὰ τῶν ἐννοιῶν ἐφικτὴ δυνατότης γνώσεως ἑνὸς διαρκῶς ἀλλασσομένου ὄντος, ἡ, κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, δυνατότης γνώσεως τῆς πραγματικότητος, κατὰ τὴν ἀποδεκτὴν[9] θεωρίαν τοῦ Παρμενίδου, εἰς τὸν Πλάτωνα γίνεται «σκιὰ» ἔμπροσθεν τῆς σταθερότητος τῶν ᾿Ιδεῶν, τῶν ἀναπαυομένων εἰς τὸν θεϊκὸν Νοῦν. ῾Ο Νοῦς ἐνέχει τὴν «᾿Ιδέαν». ῾Η γνῶσις τῶν ᾿Ιδεῶν ἀποτελεῖ, ἑπομένως, τι τὸ σταθερόν. ῾Η μή λήθη, ἡ ἀλήθεια τῶν ᾿Ιδεῶν, ἡ ἀνάμνησις εἶναι ἡ πραγματικότης.

Εἰς τὸν Πλάτωνα, ὅμως, ταυτίζεται ἡ «᾿Ιδέα» αὕτη, ἡ ἀποτελοῦσα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ σύμπαντος, μετὰ τοῦ «Λόγου».[10] Εἰς τὸν Πλάτωνα, ἐπὶ πλέον, ὁ «Λόγος», συσχετίζεται πρὸς τὴν «ἐπιστήμην»[11] καὶ τὴν διάνοιαν, ἡ ὁποία ἀποδίδεται εἰς τὸν θεόν, ὡς χαρακτηριστικὸν τῆς σοφίας του. «Εἰς τὸν ᾿Αριστοτέλην ὁ Λόγος χρησιμοποιεῖται πρὸς προσδιορισμὸν τῆς λογικῆς ἱκανότητος καὶ συνεπῶς εἶναι ἰσοδύναμος πρὸς τὸν Νοῦν».[12] Μετὰ τοῦ Νοὸς ταυτίζεται, εἰς τὸν Πλάτωνα, καὶ ἡ ᾿Αλήθεια.[13] Αὐταὶ αἱ ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων εἶχον ἐντυπωσιάσει τὸν Μ., ἀλλὰ δὲν τὸν ἱκανοποίουν ἀρκούντως.[14] Διὰ τοῦτο, ἐνῷ ἐνεπνεύσθη καὶ ἔλαβε στοιχεῖα ἐξ αὐτῶν, δὲν ἠρκέσθη, καὶ τὰ ἀνέμιξε μὲ αὐτὰ τῶν ἀκολουθησάντων καὶ ἀναπτυξάντων αὐτάς. Διότι οἱ Στωϊκοί, ἀργότερον, ὑποστασιοποίησαν τὸν «Λόγον»[15] θεωροῦντες αὐτὸν ὡς ἀρχὴν ἡ ὁποία ἐδημιούργησε καὶ διέπει τὰ πάντα καὶ εἶναι αἰτία τῶν ἀμεταβλήτων νόμων τῆς φύσεως.[16] Εἰς τὰ «῾Ερμητικὰ συγγράμματα» γίνεται λόγος περὶ «ἐνδιαθέτου» καὶ «προφορικοῦ λόγου».[17]

῞Ομως, περὶ τούτου, ἡ θεωρία ἀναπτύσσεται, κυρίως, εἰς τὸν Φίλωνα τὸν ᾿Αλεξανδρέα.[18] Καὶ ὁ Μ., λοιπόν, ἀντιλαμβάνεται τὴν ᾿Ιδέαν τοῦ Νοός, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ ὡς τὸν «ἐνδιάθετον» καὶ «προφορικὸν λόγον» Του («Καθὼς δηλαδὴ εἶναι ἐν ἡμῖν ὁ ἐνδιάθετος λόγος, οὕτως εἶναι καὶ παρὰ τῷ Θεῷ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος Αὑτοῦ· καὶ καθὼς ὁ ἐν ἡμῖν ἐνδιάθετος λόγος γίνεται προφορικός, ἐκφερομένης τῆς ἐννοίας αὐτοῦ πρὸς τοὺς ἄλλους διὰ τῆς γλώσσης, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς Λόγος μεταβιβάζει πρὸς τοὺς ᾿Αγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἐν ἑαυτῷ Πνεῦμα διὰ τοῦ προφορικοῦ λόγου»[19]), ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτουσα τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ[20] εἰς τὰς ὁποίας καὶ Αὐτὸς μετέχει, ὡς ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ Μ., ἕως τοῦ σημείου τούτου, τοποθετεῖται εἰς τὰς θρησκευτικὰς δοξασίας τοῦ «Μέσου», δηλ. μεταξὺ θεϊσμοῦ καὶ πανθεϊσμοῦ.[21]

Περαιτέρω, ὁ Μ. καινοτομεῖ ὡς πρὸς τὸν Φίλωνα φραστικῶς, χωρὶς ὅμως νὰ ἀφίσταται ἰδεολογικῶς ἀπὸ αὐτόν: Καὶ κατὰ τὸν Μ. ὁ Θεὸς εὑρίσκεται ἀπολύτως ὑπερβατικῶς ἀπρόσιτος, καί, λέγων ὅτι σχέσιν ἔχει μὲ τὸν κόσμον μόνον ἡ νόησίς Του (δηλ. ὁ Λόγος), ὁ Νοῦς (ὁ Θεὸς) τοποθετεῖται εἰς τὸ ἴδιον σημεῖον εἰς τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Φίλων τοποθετεῖ τὸν Θεόν. ᾿Επίσης, ὡς ἀνωτάτην Δύναμιν, ἐπιστάτην τῶν ἄλλων δυνάμεων-᾿Αγγέλων (εἰς τὴν θέσιν τῶν Φιλωνείων «Δυνάμεων»), θέτει ὁ Μ. τὸ ῞Αγ. Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἡ Παντοδυναμία τῆς θεότητος.[22] Ταυτοχρόνως διατηρεῖ τὸν πλατώνειον ἔρωτα (ἡ «ἔξαψις τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸν Θεόν» κατὰ τὸν Μ. [23], ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ διὰ τὴν περίπτωσιν αὐτήν, ὡς παράδειγμα, μίαν ἀντιστοιχίαν πρὸς τὸν φυσικὸν νόμον τῆς βαρύτητος) καὶ ἕλξιν, τὸν ἵμερον τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεῖον (ἐξ αἰτίας, ὄχι τῆς ἁρμονίας τοῦ Πλάτωνος, ἀλλὰ τῆς τάξεως τοῦ ᾿Αριστοτέλους -τῆς δικαιοσύνης-), τὴν κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, τῇ βοηθείᾳ τοῦ θεϊκοῦ πνεύματος, ὕψωσιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν «οὐρανίαν σοφίαν», τὴν θέωσιν.[24] ᾿Ενισχύει μάλιστα τὸν πλατώνειον ἔρωτα ὁ Μ. δίδων εἰς τὸ ὄνομα «῞Αγιον Πνεῦμα» καὶ τὴν πρόσθετον ἁρμοδιότητα τῆς «σχέσεως» (τῆς σχέσεως μεταξὺ Θεοῦ, ᾿Ιδέας καὶ Δημιουργίας) τῆς ἀμέσου πληροφορήσεως τῶν ἀνθρώπων περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἰδίου τοῦ πληροφορουμένου ἀνθρώπου, καθὼς καὶ τοῦ περιβάλλοντος αὐτὸν κόσμου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ. Οὕτω τὸν ἐνισχύει πρὸς κάλυψιν τῆς ἀδυναμίας αὐτοῦ καὶ τὸν ὡθεῖ εἰς τὴν θέωσιν. (῾Ως πρὸς τὸν πλατώνειον «ἵμερον»[25] λεκτέον ὅτι εἰς τὸν Χριστιανισμόν, ἀντιθέτως, καὶ ἀντιστρόφως, ὑπάρχει ἡ ἐκ τοῦ Θεοῦ θεία Χάρις.)

῾Ο Μ., ὅμως, καὶ πάλιν δὲν ἦτο εὐχαριστημένος. Δὲν τὸν ἐκάλυψεν ἡ ᾿Ορθοδοξία, τὴν ὁποίαν εἶχε τὴν δυνατότητα, ὅσον ὀλίγοι κατὰ τὴν ἐποχήν του, νὰ γνωρίσῃ. Οὔτε καὶ ὁ Φίλων τὸν ἱκανοποίει, πρὸς τοῦ ὁποίου τὴν θέσιν προσηνατολίσθη, τμήματι, ἀλλὰ καθοριστικῶς. Δὲν τὸν ἐκάλυπτον οὔτε καὶ τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἐκ τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τὰ ὁποῖα, ἀντιγράφων, σχεδόν, τὸν ἱ. Αὐγουστῖνον εἰς τὸ θέμα τῆς θεϊκῆς συνειδήσεως, προσήρμωσεν εἰς τὴν «᾿Ορθοδοξίαν». ῎Ελεγε, δηλ. ὅτι ἡ ῾Αγία Τριὰς εἶναι τὸ ψυχολογικὸν φαινόμενον τῆς Συνειδήσεως τοῦ Θεοῦ (ἡ μεγαλυτέρα του σοφιστεία, διότι ἡ συνείδησις ἀποτελεῖται ἐκ δύο, τὸ ἀνώτερον, παραγόντων). ῾Ο Θεὸς (νοῦς) ἀποτελεῖ τὴν πρώτην συνιστῶσαν τοῦ φαινομένου τούτου, ἡ ᾿Ιδέα τοῦ νοός τὴν δευτέραν, καὶ ἡ Παντοδυναμία τῆς θεότητος τὴν τρίτην. ῾Η ᾿Ιδέα ἦτο τὸ ἀποτέλεσμα τῆς αὐτοσυνειδήσεως τοῦ Θεοῦ, ἄρα ἡ ᾿Ιδέα Του ἐγεννήθη ἐξ Αὐτοῦ. Τὸ δὲ ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ προσὸν τῆς Δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης τοῦ Νοὸς πρὸς τὴν ᾿Ιδέαν του, καὶ ἀντιστρόφως.

᾿Εταλανίζετο νὰ δημιουργήσῃ τι τὸ μοναδικόν. Νὰ νομιμοποιήσῃ π.χ. τὴν γνῶσιν, νὰ τῆς δώσῃ ἀπόλυτον κῦρος. Αἱ μέχρι τοῦ σημείου τούτου ἀναπτύξεις τῶν ἐννοιῶν, τῶν ἰδεῶν καὶ τοῦ Λόγου, δὲν ἦσαν διὰ τὸν Μ. ἀρκούντως ἱκαναὶ νὰ θέσουν εἰς τὸ αὐτὸ ἐπίπεδον τὴν γνῶσιν τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ, καὶ διὰ τοῦτο, ὅταν, κατὰ τὴν διετῆ παραμονήν του εἰς Παρισίους, ἀνέγνωσε καὶ ἤκουσε περὶ τῶν Descartes, Kant καὶ Hegel, ἐθεώρησε ὅτι εὗρε τὴν γέφυραν μεταξὺ τῆς «σκέψεως» καὶ τοῦ «εἶναι» τοῦ Παρμενίδου,[26] καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐδημιούργησε τὴν νέαν καὶ «ἀπλανῆ Φιλοσοφίαν», καὶ κατέστησε τὴν πίστιν, ὡς μὴ ἔχουσα λόγον ὑπάρξεως, ἄχρηστον, τὴν πίστιν, ὡς ὑπακοήν, ὅμως, ἀπαραίτητον μόνον διὰ τοὺς ἐνδεεῖς τῷ πνεύματι, τούς, οὕτως ἢ ἄλλως, ὑποχρέους ὅπως ὑπακούωσιν τοὺς καθοδηγητὰς αὐτῶν.

1. ῾Ερμηνεία τῆς Οὐσίας τοῦ Λόγου δι᾿ ἀναλύσεως τῶν, κατὰ Μακράκην, συνιστωσῶν Αὐτὴν ἐπὶ μέρους ἐννοιῶν τῆς ᾿Ιδέας, τῆς Εἰκόνος καὶ τῆς ᾿Αληθείας.

῾Η «᾿Ιδέα», ἡ «Εἰκών» καὶ ἡ «᾿Αλήθεια», ἑνοποιημέναι, καὶ ἰδιομόρφως ἐννοούμεναι ὑπὸ τοῦ Μακράκη.[27] Λέγει ὅτι ἀποδίδουν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ λυθῇ τὸ «μονογενὲς» τοῦ Υἱοῦ (ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτευχθῇ ὁ ταυτισμὸς «σκέψεως καὶ εἶναι» τοῦ Παρμενίδου, χρησιμοποιῶν, σοφιστικῶς, τὸ ἀξίωμα «Τὰ πρὸς τρίτον ἴσα, καὶ μεταξύ των ἴσα»).[28]

Πρὸς χαρακτηρισμὸν τῶν σχέσεων τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος μεταξύ Των ἢ τοῦ Θεοῦ μετὰ τοῦ Κόσμου, πάντοτε ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῆς ᾿Αποκαλύψεως καὶ ἑπομένως εἰς σχέσιν πρὸς τὰς θείας ᾿Ενεργείας, οἱ ἱ. συγγραφεῖς χρησιμοποιοῦν διάφορα ἐπίθετα ὡς γνωρίσματα ἢ ἀναφέρουν φυσικὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ, ἀναλόγως τῶν ὑπ᾿ αὐτῶν ἐκτιθεμένων περιστάσεων. Τὰ γνωρίσματα ταῦτα, γενικῶς κυρίως εἰς τὴν Π.Δ., ἀναλόγως τῶν περιπτώ-σεων καὶ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Αποκαλύψεως, τὰ διακρίνει ἡ ᾿Εκκλησίας μας εἰς γνωρίσματα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Ο Μ. δὲν (ἀνα)γνωρίζει τοιούτου εἴδους ἑρμηνευτικὴν τάξιν, ὡς θὰ γίνῃ τοῦτο γνωστὸν εἰς τὸ ἑρμηνευτικὸν μέρος τῆς ἐργασίας.

᾿Ενδεικτικῶς λεκτέον, ὅτι, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἑρμηνευτικῶς θεωρεῖ τὴν Α.Γ. ὡς ἓν κείμενον εἰς δύο τόμους. ᾿Αντιθέτως, λοιπόν, εἰς τὸ βιβλίον του «Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Φιλοσοφίαν», καθὼς καὶ εἰς τὸ «Βιβλίον Ε`, Φιλοσοφία» -γεγονὸς τὸ ὁποῖον δεικνύει τὴν κεφαλαιώδη σημασίαν τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τὴν ἀκολούθως ἐκτιθειμένην ἄποψίν του-, νομίζων ὅτι τοῦ εἶναι δυνατὸν καὶ ἐπιτρεπτὸν νὰ ἐκλαμβάνῃ τὰ γνωρίσματα ταῦτα κατὰ ἴδιον τρόπον, καὶ κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ᾿Ορθόδοξον Θεολογίαν καὶ τὴν ἐν γένει συλλογιστικήν της,[29] ὁμαδοποιεῖ καὶ χρησιμοποιεῖ, «αὐθαιρέτως»,[30] καὶ πέραν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸν Υἱὸν ἀποδιδομένων ἰδιοτήτων,[31] μία ἐκ τῶν ὀρθοδόξων ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ («᾿Αλήθεια»), μία ἀποδιδομένη εἰς τὸν Υἱόν («Εἰκών») καὶ ἓν πλατώνειον φιλοσοφικὸν ὅρον («᾿Ιδέα», τὸν ὁποῖον ταυτίζει μετὰ τοῦ ἰωαννείου «Λόγου»), ἐν εἴδει συνιστώντων ὅρων, ὡς ἀρρήκτως συνδεδεμένων καί, ἀποτελούντων ἐπόψεις τῆς οὐσίας ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Προσώπου (῎Οντος, κατὰ τὸν Μ.), τοῦ Υἱοῦ, εἰς τοὺς ὁποίους ὅρους, ὅμως, προσδίδει δογματικὴν ἀξίαν καὶ ἰδικόν του περιεχόμενον.[32]

Λέγει: «Πολλὰ τὰ ὄντα, πολλαὶ δὲ καὶ αἱ εἰκόνες αὐτῶν, ἃς καὶ ἀληθείας καλοῦμεν. ᾿Αλλὰ τὰ πολλὰ ὄντα οὐ νοοῦνται ἄνευ τοῦ πρώτου καὶ αὐθυπάρκτου καὶ τελείου ῎Οντος, Οὗ τὸ ὄνομα Θεός· διότι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἀϊδίως ὄντος, ἔλαβον τὸ εἶναι τὰ πολλὰ ὄντα, γενόμενα ἐν χρόνῳ ὑπὸ τοῦ αἰωνίου Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ τεθέντος ὡς πρώτου καὶ ἀρχικοῦ καὶ αὐθυπάρκτου καὶ τελείου ῎Οντος, τίθεται ἅμα καὶ ἡ εἰκὼν Αὐτοῦ, ὁ Λόγος Αὐτοῦ καὶ ἡ πρώτη ᾿Αλήθεια. Καὶ καθὼς οὐ δυνάμεθα νοῆσαι τὰ πολλὰ καὶ ἐνδεχόμενα ὄντα ἄνευ τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρώτου ῎Οντος, οὕτως ἀδύνατον καὶ αἱ πολλαὶ εἰκόνες καὶ ἀλήθειαι τῶν ὄντων νὰ νοηθῶσιν ἄνευ τῆς μιᾶς καὶ μόνης καὶ πρώτης εἰκόνος καὶ ἀληθείας τοῦ πρώτου καὶ ἀϊδίου καὶ τελείου ῎Οντος. Καὶ ὅσην λογικὴν καὶ ἐπιστημονικὴν βεβαιότητα ἔχομεν περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ὡς πρώτου καὶ τελείου ῎Οντος, τόσην ἔχομεν καὶ περὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ὡς πρώτου καὶ τελείου Λόγου καὶ πρώτης ἀληθείας.[33] Διότι, τοῦ Θεοῦ ὄντος φύσει νοητοῦ ἢ πρώτου καὶ τελείου Νοῦ, αὐτογνωσίαν ἔχοντος τελείαν, ἀκολουθεῖ ἀναγκαίως ἐν τῷ νοεῖν τὸν Θεὸν ἑαυτὸν ἡ γέννησις τῆς εἰκόνος Αὐτοῦ, ἥτις, ὡς πιστῶς καὶ ἀκριβῶς παριστῶσα τὸ πρῶτον ῎Ον, καλεῖται πρώτη ᾿Αλήθεια· ὡς λέγουσα δὲ καὶ ἐξαγγέλλουσα τὴν φύσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὰ ἄλλα νοητικὰ ὄντα, καλεῖται Λόγος.

Καὶ καθὼς ἡ ἡμετέρα ψυχὴ τὴν ἐν αὑτῇ ἀπόκρυφον νόησιν εἰκονίζει διὰ τοῦ λόγου, οὗτος δὲ αὐτὴν ἐξαγγέλλει καὶ μεταβιβάζει καὶ εἰς ἄλλους νόας, οὔτε ἀφαιρῶν αὐτὴν ἐκ τῆς ψυχῆς οὔτε αὐτὸς ἀποβάλλων, οὕτω καὶ ὁ Θεός, Νοῦς ὢν αὐτογνώστης καὶ παγγνώστης, ἐξεικονίζει ἑαυτόν, καὶ γεννᾷ τὸν Λόγον, ῞Οστις ἀποκαλύπτει τὸν ἄγνωστον Θεόν, καὶ μεταβιβάζει τὴν γνῶσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὰ ἄλλα νοητὰ ὄντα, οὔτε ἀφαιρῶν αὐτὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ, οὔτε αὐτὸν αὐτὴν ἀποβάλλων διὰ τῆς μεταδόσεως. ῎Αρα ἡ ὁμολογία τῆς πρώτης ᾿Αληθείας καὶ τοῦ ἰσοθέου Λόγου ἔχει τὴν αὐτὴν ἐπιστημονικὴν βεβαιότητα, ἣν ἔχει καὶ ἡ ὁμολογία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ».[34]

᾿Επειδὴ ταῦτα, λέγει, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἑρμηνείας του τῆς Α.Γ., καὶ ἡ πίστις εἰς αὐτὰ εἶναι ἰσοδύναμος πρὸς τὴν πίστιν εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, προσθέτει δὲ ὅτι ἀποδεικνύονται ἐξ ἴσου ἐπιστημονικῶς, γίνεται εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο εἷς μικρὸς σχολιασμός.

῾Η γνωστικὴ θεώρησις καὶ προσέγγισις τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπὸ τοῦ Μ., δημιουργεῖ κενὰ καὶ ἀδιέξοδα τὰ ὁποῖα οὗτος, εὐκαιριακῶς καὶ ὄχι πλήρως, οὔτε συνήθως εὐστόχως, προσπαθεῖ νὰ τὰ καλύψῃ, προκειμένου νὰ ἐμφανισθῇ οὗτος ὡς ὀρθόδοξος, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὴν ὁρολογίαν. ῾Ο τρόπος κατὰ τὸν ὁποῖον ἑρμηνεύει π.χ. τὴν γένεσιν-γέννησιν τῆς ᾿Ιδέας, δημιουργεῖ τὸ ἐρώτημα, διατὶ ὁ Πατὴρ ἔχει μόνον μίαν ᾿Ιδέαν καὶ ὄχι πολλὰς ᾿Ιδέας. Καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον, ἐπίσης, ἀπεμόνωσε καὶ ὑπερετόνισε ὡρισμένας ἐκ τῶν πολλῶν ἰδιοτήτων τοῦ Υἱοῦ, ὥστε διὰ τῆς ἀναλύσεως τοῦ περιεχομένου τὴν ὁποίαν οὗτος κάμνει εἰς αὐτά, ἀλλὰ καὶ μέσω ἀναλόγου συσχετισμοῦ των (ἀναλογία), νὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὸ ἀναφυόμενον τοῦτο ἐρώτημα. Τὸ ἐρώτημα τοῦτο κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τὸ ὡμολόγησε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ἔτη, τὸ εἶδε. ῾Υπάρχουν, ὅμως, ἄλλα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε. Π.χ. ἔλεγε ὅτι ἡ γέννησις εἶναι εὐλογία-ἐντολὴ πρὸς αὔξησιν καὶ πολλαπλασιασμὸν τῶν ἀτελῶν (ἡ αὔξησις ἀφορᾷ τὴν πρόοδον καὶ τὴν τελειοποίησιν τοῦ ἀνθρώπου), ἐνῶ εἰς ἕτερον σημεῖον ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός, καθὼς ὅλα τὰ εἰς πλήρη ὡριμότητα ὄντα ὤφειλε νὰ γεννήσῃ. ᾿Επίσης ὅτι πρῶτον ἐδημιουργήθη ἡ ὕλη, ἡ ἄβυσσος καὶ κατόπιν, ἐξ αὐτῆς, ἐδημιουργήθησαν οἱ ῎Αγγελοι, δηλ. ὁ Οὐρανός, ἐνῶ εἰς ἕτερον σημεῖον προσηρμόζετο μὲ τὴν Π.Δ. λέγων ὅτι πρῶτον ἐποιήθη ὁ Οὐρανὸς καὶ κατόπιν ἡ γῆ, ἀφήνων οὕτω ἀκάλυπτον τὸ ζήτημα τῆς ὑλικῆς προελεύσεως τῶν ᾿Αγγέλων. ᾿Επίσης λέγει ὅτι ἐπειδὴ ὁ Λόγος εἶναι ἀΐδιος, σημαίνει ὅτι εἶναι γεννητός, ἀφήνων ὅμως οὕτω τὸ ῞Αγ. Πνεῦμα ἀκάλυπτον κ.ἄ.

Κατ᾿ ἀρχάς, σημειωτέον ὅτι ἡ πλατώνειος ᾿Ιδέα ἦτο ὁ ἐννοιολογικὸς χῶρος τῆς πηγῆς καὶ τῆς εὑρέσεως τῶν ᾿Ιδεῶν ἐν γένει, ἤ, ἄλλως ἐκφραζόμενον τὸ αὐτό: αἱ ἰδέαι καὶ τὰ θεῖα πρωτότυπα τῶν ὁμοιωμάτων εἶναι ἐκεῖνα ἐξ ὧν συνίσταται ὁ θεῖος λόγος.[35] Τὸν ἀπησχόλει ὁ Πλάτων καὶ τὸν ἀναφέρει εἰς τὴν σελίδα ἐκείνην εἰς τὴν ὁποίαν ἀπειργάζεται τὴν σοφιστείαν: «...οὐδὲ δύναται λογικὴ διάνοια τὸν ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Λόγον νοῆσαι μικρὸν ἢ μέγα ἐλασσούμενον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νοήσει αὐτὸν ἀκριβῶς ἴσον,[36] καθὼς καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ἀπεφήνατο, εἰπών· Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. ῾Η πρώτη ἰσότης, ἡ ἀκριβὴς ἰσότης, ἡ ἀΐδιος ἰσότης, αὐτὸ τὸ ἴσον, οὗ τὴν ἰδέαν ἡ Πλατωνικὴ Φιλοσοφία περιπαθῶς ἀνεζήτει διὰ τῶν πολλῶν ἴσων, θεωρεῖται μεταξὺ τῶν δύο συναϊδίων ὑποστάσεων τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, μεταξὺ τοῦ πρώτου καὶ τελείου Νοῦ καὶ πρώτου καὶ τελείου Λόγου, ὧν αἱ διακεκριμέναι ὑποστάσεις ἀκριβῶς ἐξισούμεναι συνιστῶσι τὴν πρώτην καὶ ἀναλλοίωτον ἰσότητα, τὴν πρώτην ἀκλόνητον ἰσορροπίαν, καὶ τὸν πρῶτον ἰσόρροπον καὶ δίκαιον ζυγόν, ἐξ οὗ πηγάζει καὶ ὁ καθολικὸς νόμος τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἰσορροποίας, ὁ ἐν ὅλῃ τῇ δημιουργίᾳ βασιλεύων, καὶ ἐν ἀσφαλείᾳ αὐτὴν συγκρατῶν.

᾿Επειδὴ δὲ τὸ γεννητὸν καὶ ὁμοούσιον εἶναι τοῦ Λόγου, ἐξισοῦται ἀκριβῶς πρὸς τὸ ἀγέννητον καὶ ἀναίτιον εἶναι τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο καὶ χαρακτηρίζεται καὶ ὀνομάζεται ἡ πρώτη ᾿Ιδέα τοῦ πρώτου ῎Οντος,[37] ἡ πρώτη αὐτοῦ Εἰκών, καὶ ἡ πρώτη ᾿Αλήθεια. ᾿Ιδέα μέν, ὡς αἰτία τοῦ εἰδέναι καὶ τοῦ ἐπίστασθαι· Εἰκὼν δέ, ὡς ἀκριβῶς ἐοικυῖα τῷ προτύπῳ· ᾿Αλήθεια δέ, ὅτι αὐτῆς ἡ θεωρία τὴν λήθην καὶ τὴν ἄγνοιαν αἴρει, τὸν ἀεὶ ὄντα Θεὸν ἀποκαλύπτουσα, καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν τελειότητα εἰς φῶς ἄγουσα. Διὰ τοῦτο τὸ γεννητὸν Εἶναι τοῦ Λόγου καὶ μονογενές ἐστιν·[38] ὅτι μίαν ᾿Ιδέαν, μίαν Εἰκόνα, μίαν ᾿Αλήθειαν μόνον γεννᾷ ὁ Θεός, καὶ οὐ δύο, οὐδὲ πλείονας ᾿Ιδέας ἑαυτοῦ ἠδύνατο γεννῆσαι. Εἷς ὁ Θεός, καὶ μία ἡ τοῦ Θεοῦ ᾿Ιδέα, Εἰκών, καὶ ᾿Αλήθεια, ἀληθῶς καὶ ἀκριβῶς αὐτὸν εἰκονίζουσα καὶ παριστῶσα.

Γεννᾶται δὲ ἐκ τοῦ Θεοῦ τὸ μονογενὲς εἶναι τοῦ Λόγου ὡς φῶς ἐκ φωτός, ὡς ἀπαύγασμα τέλειον <ἐδῶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν ὀρθόδοξον φρασεολογίαν> τῆς πρώτης αὐτοφώτου καὶ αὐτογνωστικῆς καὶ παγγνωστικῆς οὐσίας <ἡ αὐτογνωσία, ἔλεγε, χρειάζεται τοὺς τρεῖς παράγοντας, τὰς Τρεῖς ῾Υποστάσεις>, καὶ τὸ μονογενὲς τοῦτο εἶναι καὶ εὐγενές ἐστιν, ὅτι ἔχει ἐκ τῆς ἀρίστης καὶ καλλίστης οὐσίας τὴν ἀρίστην καὶ καλλίστην γέννησιν. Τοιαύτη δὲ μονογενὴς καὶ εὐγενὴς οὐσία καὶ φύσις, τοιοῦτον μονογενὲς καὶ εὐγενὲς ῎Ον, τὸ πρῶτόν ἐστι καλόν, καὶ τοῦ τελείου κάλλους ἡ τελεία ἔκφρασις καὶ παράστασις, οὗ ἡ θεωρία ἀκορέστως τέρπει τὸν θεωροῦντα καὶ ποιεῖ ὄντως μακάριον· ἔστι δὲ καὶ τὸ πρῶτον ἀγαθὸν ἐκ τοῦ πρώτου ἀγαθοῦ, οὗ ἐφίεται ἡ φύσις ἡμῶν, καὶ δι᾿ οὗ μόνον μακαρία γίνεται.

᾿Εν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, τὸ εἶναι τοῦ Λόγου, διότι ἐστὶ γεννητὸν ἐκ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο καὶ ἀΐδιόν ἐστι καὶ ὁμοούσιον καὶ ἴσον πρὸς τὸ ἀγέννητον καὶ ἀναίτιον εἶναι τοῦ Θεοῦ, μονογενές τε καὶ εὐγενές, ἔχον πάντα τὰ προσόντα, ὅσα ἔχει καὶ ὁ Θεός, πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς πατρότητος, διὰ τὸ εἶναι φύσει ἀδύνατον τὸν γεννητὸν Υἱὸν εἶναι ἅμα καὶ ἀγέννητον Πατέρα. Τὸ ἀγέννητον καὶ τὸ γεννητόν, ἡ πατρότης καὶ ἡ υἱότης διακρίνουσι τὰς δύο συναϊδίους ὑποστάσεις, ὧν ἡ μὲν νοεῖται ὡς πρώτη καὶ ἄμεσος συνέπεια τῆς πρώτης ἀρχῆς, μεθ᾿ ἧς καὶ ἀϊδίως συνυπάρχει. ᾿Εξ αὐτῆς δὲ τῆς ἀϊδίου συνυπάρξεως τῆς πρώτης ἀρχῆς μετὰ τῆς πρώτης συνεπείας πηγάζει καὶ ὁ καθολικὸς νόμος τῆς αἰτιότητος καὶ τῆς λογικότητος, καθ᾿ ὃν ἐκ τοῦ καρποῦ γινώσκεται τὸ δένδρον, καὶ ἐκ τοῦ δήλου ἀποτελέσματος ἀνευρίσκεται ἡ ἄδηλος αὐτοῦ αἰτία, καὶ ἐκ τῆς γνώσεως τῆς αἰτίας προγινώσκεται καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς. ῾Η δὲ Λογικὴ ἐπιστήμη καὶ πᾶσα ἐπιστήμη ἐπὶ τοῦ νόμου τούτου θεμελιοῦται, καὶ διὰ τῆς ὀρθῆς αὐτοῦ ἐφαρμογῆς συνίσταται».[39]

1. ῾Η ᾿Ιδέα ἤ, κατὰ Μακράκην, τὸ ταυτόσημόν Της, ὁ Λόγος

῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Μ., γεννᾶται ἐκ τῆς αὐτοσυνειδησίας Του καὶ τῆς αὐτογνωσίας Του.[40] Αἱ θέσεις τοῦ Μ. δὲν εἶναι μόνον ἀντιορθόδοξαι ἀλλὰ καὶ ἀνορθόδοξαι. Διότι ἡ αὐτογνωσία εἶναι καρπὸς τῆς συνειδήσεως. Καὶ συνείδησις τῆς Οὐσίας τῆς Θεότητος, κατὰ τὸν Μ., εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάς. ῾Ο Πατὴρ εἶναι ὁ Νοῦς, ὁ Υἱὸς εἶναι τὸ Νοούμενον. ῾Υπάρχει πρωθύστερον εἰς τὴν χρονικὴν ἀκολουθίαν τὴν ὁποίαν εἰσαγάγει εἰς τὴν ῾Αγίαν Τριάδα. ῏Ητο δηλ. ἀναγκαῖον νὰ ὑπάρχῃ ἤδη ἡ Συνείδησις, δηλ. ἡ κατὰ Μ. ῾Αγία Τριάς, διὰ νὰ παραχθῇ, κατόπιν, ἡ ᾿Ιδέα. ῾Η ᾿Ιδέα, ὅμως, εἶναι πλατώνειος ὅρος καὶ δὲν ταυτίζεται ὀρθοδόξως μετὰ τοῦ ἰωαννείου Λόγου. ῾Ο Λόγος τοῦ ᾿Ιωάννου, ὅμως, εἶναι γέννησις ἐκ τῆς Οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ ὄχι ἓν τῶν προσόντων Του. ᾿Επίσης, καὶ ἂν ἀκόμη τοῦτο ἦτο ἀποδεικτόν, εἶναι μία ἀκόμη ἀποδοχὴ ἐκ μέρους τοῦ Μ. μιᾶς θεότητος (Divinitas) (ἀντὶ τοῦ Θεοῦ), μιᾶς Οὐσίας, πέραν τῆς Τριάδος, ἀντὶ τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Διαμαρτυρίαι ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος διετυπώθησαν ἤδη ἀμέσως ὑπὸ τοῦ συγχρόνου τοῦ Μ. ἐκπαιδευτικοῦ Ι.Δ. Παλαμᾶ, ἀλλὰ ἡ καθ᾿ ὅλου μακράκειος θέσις δὲν ἔτυχε τῆς δεούσης προσοχῆς, καὶ δὲν συναριθμήθη μετὰ τῶν ἄλλων ἀρνητικῶν του διδασκαλιῶν. [41]

Διὰ τοῦτο ὁ Μ. ἔδωκε τὸν ὁρισμὸν ὅτι Οὐσία εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομασθῇ καὶ ἡ Φύσις Του (ἡ Οὐσία, ὡς ὅρος εἰς τὴν θεωρίαν του ἔχει ποικίλας σημασίας. Δὲν δίδει σαφὴ ὁρισμὸν τοῦ πότε ἡ Οὐσία σημαίνει τὸ σύνολον, πότε ῞Υπαρξιν καὶ πότε Φύσιν).

᾿Εγένετο ὑπὸ τῶν φιλοσόφων προσπάθεια ὅπως κατοχυρωθῇ ἡ πανθεϊστικὴ τοποθέτησις τῆς ταυτίσεως τοῦ Εἶναι καὶ τοῦ Νοεῖν καὶ λογικῶς. Θεωρεῖται ὅτι ὁ J. Locke εἶχεν ἀλλοιώσει τὸ νόημα τοῦ ὅρου «ἰδέα» (notio) «διὰ νὰ τὴν κάμῃ νὰ σημαίνῃ ὅλας τὰς ἀντιλήψεις μας» καὶ ὁ D. Hume, προσεπάθησε ν᾿ ἀποκαταστήσῃ τὸ ἀρχικὸν νόημα τοῦ ὅρου.[42] ᾿Αφ᾿ ἑτέρου, ὑφ᾿ ἄλλων, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Π. Βράϊλα-᾿Αρμένη, ἐθεωρεῖτο ὅτι «῾Η γνῶσις τοῦ ὄντος ἄλλο δὲν εἶναι εἰμὴ τὸ νὰ ἔχῃ τις τὴν ἰδέαν τοῦ ὄντος»,[43] καὶ ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἐγένετο ταύτισις τοῦ ὅρου τῆς ᾿Εννοίας καὶ αὐτοῦ τῆς ᾿Ιδέας[44]. ῾Ο Πλωτίνος ἔλεγεν ὅτι «αἱ ἰδέαι εἶναι καὶ δυνάμεις, διότι παράγουσι νέα ὄντα, πρὸς ἃ σχετίζονται ὡς τὰ πρότυπα, διὰ τοῦτο ὁ κόσμος αὐτῶν καλεῖται μέγα ἔμψυχον ὂν καὶ τὸ πρωτότυπον τοῦ οὐρανοῦ».[45] Διὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ θέματος λεκτέον ὅτι ὁ Ε. Kant ἐννόει τὴν ᾿Ιδέαν ὡς μίαν ἀναγκαίαν ἔννοιαν τοῦ Λόγου, διὰ τὴν ὁποίαν οὐδένα κατάλληλον ἀντικείμενον δὲν δύναται νὰ μᾶς δοθῇ ἐκ τῶν αἰσθήσεων (πρβλ. τὰς ἀπόψεις τῶν ἑλλήνων Διαφωτιστῶν). Αἱ ἰδέαι αὗται, ἔλεγε, εἶναι αἱ ἰδέαι τῆς ἀπολύτου ἑνότητος τοῦ ὑποκειμένου, τῆς πλήρους συστηματοποιήσεως τῶν φαινομένων (ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὰς τέσσαρας «κοσμολογικὰς ἰδέας»), τέλος, τῆς ἀναγωγῆς εἰς τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν ὑπάρξεων, εἶναι αἱ ἰδέαι εἰς τὰς ὁποίας ἀντιστοιχοῦν ἡ ψυχή, ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεός.[46] Καί, διακρίνων τὴν ᾿Ιδέαν ἐκ τῆς αἰσθητῆς ἀναπαραστάσεώς της, τῆς ᾿Εννοίας, συνῇδε μετὰ τοῦ Descartes καὶ τοῦ Hobbes· εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Μ.

᾿Ενδιαφέρουσα, ὡς πρὸς τὴν ἔρευναν τῆς συλλήψεως τῆς ἰδέας ὑπὸ τοῦ Μ. τῆς συζεύξεως τῶν ὅρων ᾿Ιδέα, Εἰκὼν καὶ ᾿Αλήθεια ὡς συνιστωσῶν ἐπόψεων τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ εὑρυτέρα χρῆσις, ἡ συνήθης, τοῦ ὅρου ᾿Ιδέα ὑπὸ τῆς κατὰ κόσμον Φιλοσοφίας μετὰ τὸν XVII αἰῶνα. Κατ᾿ αὐτὴν ἡ ᾿Ιδέα εἶναι ἡ ἀτομικὴ ἀναπαράστασις, ἐκ τῆς ἀληθείας, καὶ κατὰ ἕν γενικὸν τρόπον ἐκ τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως (ὑποστάσεως), ὁποιουδήποτε καὶ ἂν εἶναι, μετὰ τοῦ ὁποίου δύναται νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἀντικείμενον τοῦτο, ἀνεξαρτήτως τοῦ πνεύματος τὸ ὁποῖον τὸ σκέπτεται τώρα.[47]

῾Ως πρὸς δὲ τὴν ταύτισιν ὑπὸ τοῦ Μ. τῆς ᾿Ιδέας μετὰ τῆς Εἰκόνος, τοῦτο ἀποτελεῖ μίαν συσχέτισιν τῆς πλατωνείου θέσεως περὶ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς ᾿Ιδέας ὡς τῆς μορφῆς, τῆς ὄψεως ἢ τοῦ εἴδους[48] τῶν πραγμάτων, καθ᾿ ὅσον αὕτη περιέχεται εἰς τὸν λόγον καὶ τὸν νοῦν, δηλαδὴ εἶναι αἰώνιος καὶ καὶ ἀμετακίνητος, ἤ, μετ᾿ ἄλλων λόγων, τὸ πρότυπό των.[49]

᾿Αποβλέπων οὕτω εἰς τὴν σύζευξιν μὲ σκοπὸν τὴν ταύτισιν τούτων ὁ Μ. δὲν ἀποδέχεται τὸν ὅρον τῆς ῾Υποστάσεως ὑπὸ τὴν ᾿Ορθόδοξον ἔννοιαν. ῾Ερμηνευομένη ἡ τοποθέτησις τοῦ Μ. ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας σημαίνει ὅτι δέχεται τὸν Υἱὸν ὡς τὴν ῾Υπόστασιν τοῦ Πατρὸς καὶ μάλιστα ἄνευ προσωπικῆς ῾Υπάρξεως. ῾Η «ὕπαρξίς» Του ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι βεβαιοῖ τὴν ῞Υπαρξιν τοῦ Νοός, ἡ δὲ ῾Υπόστασις τοῦ Υἱοῦ εἶναι ὁ Κόσμος.

῾Υπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν, μετὰ τὸ ἀδιέξοδον εἰς τὸ ὁποῖον ὁδηγεῖ ἡ μὴ ἀποδοχὴ τοῦ περιεχομένου τῶν ὅρων τῆς ᾿Ορθοδόξου Θεολογίας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ πρωθύστερον Νοήσεως-Συνειδήσεως καὶ συστατικοῦ τῆς λειτουργίας αὐτῆς καὶ τὰ συνακόλουθα, παύει νὰ ὑπάρχῃ λόγος νὰ συνεχισθῇ ἡ ἀνάλυσις τῶν συστατικῶν ὀνομάτων, μὲ τὸ ἰδιαίτερον περιεχόμενον, τὸ ὁποῖον προσδίδει ὁ Μ. εἰς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ. Πλήν, πρὸς πληρεστέραν παρουσίασιν μιᾶς γνωστικῆς ἑρμηνείας τῆς Α.Γ., συνεχίζομεν.
--------------------------------------------------------------------
[1] Δὲν κορυφώνει ὁ Μ., ἀλλάσσων τὸ ἐπίκεντρον αὐτῆς, τὴν Φιλοσοφίαν εἰς λόγον περὶ τοῦ Λόγου-᾿Ιδέας, ἀλλὰ ἀπογυμνώνων τὴν Χριστολογίαν ἐκ τοῦ πάθους τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (Α`Κοριν. 1, 21-29), καθιστᾷ τὸν λόγον περὶ τοῦ Λόγου-᾿Ιδέας τμῆμα τοῦ νομικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Θεοῦ-ἀνθρώπων, τοῦ Λόγου-᾿Ιδέας ἐννοουμένου ὡς προεκτάσεως τοῦ φυσικοῦ ἠθικοῦ νόμου τοῦ ἐπαναφέροντος τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τῆς ἀντιθέσεως, εἰς τὸν Θεόν (ἀνάπαυσιν-σύνθεσιν)._ Καὶ ὁ G.F. Hegel ἐθεώρησε τὴν θρησκείαν ὡς κλάδον τῆς Φιλοσοφίας (πρβλ. Μ. Μακράκη, ῾Ιστορία τῆς Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας, ῾Ελληνικὰ Γράμματα, ᾿Αθῆνα 1994, σελ. 65). ῾Ο ἴδιος Γερμανὸς φιλόσοφος ἔλεγεν ἐπίσης ὅτι ἡ γνώσις, ἡ κατανόησις, εἶναι διὰ τὸν ἄνθρωπον περισσότερον πολύτιμος ἀπὸ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν, ὅτι ὁ λόγος εἶναι τὸ κριτήριον διὰ τὸ περιεχόμενον τὸ ὁποῖον ἔχει ἡ πίστις, ὅτι ἡ πίστις εἰς τὴν ὁποίαν ἀπευθύνεται ἡ ἀποκάλυψις δὲν θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἀποκάλυψις μετὰ τῶν διαφόρων δογμάτων της δὲν θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπον (πρβλ. Μ. Μακράκη, ῾Ιστορία τῆς Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 68ἑξ.).

[2] ῞Ορα καὶ τὸ 14ον ἄρθρον αὐτοῦ εἰς τὸ «῾Η Γραφὴ καὶ ὁ Κόσμος». ᾿Επίσης εἰς τὸ βιβλίον του ῾Η Τρίφωτος ᾿Επιστήμη», σελ. 112 (πρβλ. σελ. 108), λέγει ὅτι «τὸ ζήτημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ χρονολογεῖται ἀπὸ τοῦ Καρτεσίου».

[3] ῞Ορα ᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Λογική, σελ. 377 καὶ 385 (280), ἐν σχέσει πρὸς τὸ Ρωμ. 2,14 καὶ παράλλ.

[4] «Λόγῳ τῆς ἐλλιποῦς του ἱστορικῆς μορφώσεως δὲν ἠδύνατο νὰ κατανοήσῃ ὅτι ὁ Καρτέσιος διατύπωσε τὴν πρότασίν του ὡς ἀμέσως ἐναργῆ ἀξιωματικὴν πρότασιν καὶ οὐχὶ συλλογισμόν. ...᾿Εὰν εἶχεν ἱστορικὴν μόρφωσιν ὁ Μακράκης...» (Κ.Δ. Γεωργούλη, «᾿Απ. Μακράκης» ἐν: «῾Ιστορία τῆς ῾Ελληνικῆς φιλοσοφίας», Β᾿ ῎Εκδοσις, ᾿Αθῆναι 1994, σελ. 821ἑἑξ.).

[5] ῞Ορα σελ. 226ἑἑξ. τῆς παρούσης διατριβῆς. Πρβλ. καὶ Λ. Μπράνγκ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 158ἑξ.

[6] «᾿Αριστοφάνης ἔφη ῾῾δύναται γὰρ ἴσον τῷ δρᾶν τὸ νοεῖν᾿᾿ [fr. 691 K.] καὶ πρὸ τούτου ὁ ᾿Ελεάτης Π. ῾῾τὸ γὰρ ...εἶναι᾿᾿. PLOTIN. Enn. V 1, 8 ἥπτετο μὲν οὖν καὶ Παρμενίδης πρότερον τῆς τοιαύτης δόξης, καθόσον εἰς ταὐτὸ συνῆγεν ὂν καὶ νοοῦν καὶ τὸ ὂν οὐκ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐτίθετο. ῾῾τὸ γὰρ ...εἶναι᾿᾿ λέγων καὶ ἀκίνητον λέγει τοῦτο, καίτοι προστιθεὶς τὸ νοεῖν σωματικὴν πᾶσαν κίνησιν ἐξαιρῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ» (Diels-Kranz, FVS, τόμ. Ι, 28 Β 3, 1). «...καὶ πρὸ τούτου ὁ ᾿Ελεάτης Π. ῾῾τὸ γὰρ ...εἶναι᾿᾿» (Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Στρωματεῖς, Στ᾿, κεφ. ΙΙ, 9, ΒΕΠ, 8, σελ. 185)· (CLEM. Strom. VI 23 (II 440, 12 St.). Πρβλ. Εὐαγγ. Μαραγγιανοῦ-Δερμούση, ᾿Ελεατικὴ Φιλοσοφία, Διεξοδικὴ ἀνάλυση τῆς Διδασκαλίας τῶν ᾿Ελεατῶν Φιλοσόφων, ᾿Εκδ. Καρδαμίτσα, ᾿Αθῆνα 1996, σελ. 18.

[7] ᾿Απᾴδει πρὸς ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς φιλοσοφίας ἡ ἄποψις ὅτι ἡ ρῆσις τοῦ Παρμενίδου «ταὐτὸν γὰρ ἐστι νοεῖν τε καὶ εἶναι» ἀποτελεῖ προσπάθειαν ἀλληγορικῆς ἢ μυστικιστικῆς προσεγγίσεως τοῦ θείου. ῞Ομως, τίποτε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκλεισθῇ.

[8] ῾Ο ῾Ηράκλητος ἔλεγεν, ἐπίσης, ὅτι ᾿Αλήθεια εἶναι ἡ μετοχὴ εἰς τὴν Πραγματικότητα.

[9] Πλάτωνος, Φίληβος, 58a· 59b.

[10] ῾Ο «Λόγος», ὑπὸ ἄλλην ἔννοιαν, τὴν ἔννοιαν τοῦ ὑπερτάτου πνεύματος τοῦ διαχέοντος τὸ σύμπαν, τοῦ συνέχοντος τὸ πᾶν καὶ τοῦ διέποντος τὰς σχέσεις τῶν ὄντων, ὡς καὶ τῆς σκέψεως καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν διανόησιν καὶ ὁμιλίαν, εἶναι παλαιοτέρα διδασκαλία· τὴν συναντῶμεν τὸ πρῶτον εἰς τὸν ῾Ηράκλειτον. ῞Ορα ᾿Αρχιμ.῾Ιερ. Φοῦντα, ῾Η περὶ προϋπάρξεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς κατὰ τὸν ῾Ιερὸν Χρυσόστομον, Διδακτορικὴ Διατριβή, ᾿Αθῆναι 2000, σσ. 112-114.

[11] ῞Ορα τὴν ἑρμηνείαν τὴν ὁποίαν δίδει ὁ Μ. εἰς τὴν «ὁδὸν ᾿Επιστήμης» τοῦ Βαρ. 3,37.

[12] Bonitz, Index Aristotelicus εἰς Λόγον, III, ἐν Β.Γ. Τσάκωνα, ῾Η Χριστολογία τοῦ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγελίου καὶ τῶν ᾿Επιστολῶν, Σπουδαὶ εἰς τὴν Θεολογίαν τοῦ ᾿Ιωάννου -2-, ᾿Αθῆναι 1994, σελ. 17, ὑποσημ. 4.

[13] Πλάτωνος, Φίληβος, τόμ. Β`, 65d.

[14] « « ¦Ihsoy°w Xristo¤w xue¤w kai¤ sh£meron o¥ ay¦to¤w kai¤ ei¦w toy¤w ai¦v°naw.» (῾Εβρ. 13,8) ῾Η πρότασις αὕτη τοῦ ᾿Αποστόλου καλῶς ἐννουμένη δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς λογικὸν ἀξίωμα καὶ φιλοσοφικὴ ἀρχὴ δι᾿ ἧς δύναται πᾶς τις νὰ κανονίζῃ καὶ νὰ κρίνῃ τὰ αἰσθήματα, τὰ νοήματα, καὶ τὰς πράξεις ἑαυτοῦ καὶ παντὸς λογικοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἀρχαῖοι Φιλόσοφοι παρατηροῦντες εἰς τὴν ἑαυτῶν φύσιν καὶ εἰς τὸν κόσμον πανταχοῦ ἀλλοιώσεις καὶ μεταβολάς, οὐδαμοῦ δὲ μονιμότητα, συνεπέραναν ὅτι τὰ πράγματα πάντα τρέχουσιν εἰς αὐτὴν τὴν ἀένναον ἀλλοίωσιν. ᾿Εξ αὐτῆς δὲ τῆς ἀρχῆς, ἥτις ὑψώθη εἰς φιλοσοφικὸν ἀξίωμα, ἐπεκράτησεν ἡ ἰδέα ὅτι οὐδὲν μόνιμον ἐν τῷ κόσμῳ καὶ σταθερόν, ἀλλὰ πανταχοῦ κίνησις καὶ μεταβολή, εἴτε ἐπὶ τὰ κρείττω, εἴτε ἐπὶ τὰ χείρω, καὶ ὅτι οὐδαμοῦ ὑπάρχει ἀλήθεια· διότι ἡ φύσις τῆς ἀληθείας συνίσταται εἰς τὸ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχειν καὶ ἀποκλείειν πᾶσαν, ἔστω καὶ μικράν, ἀλλοίωσιν. ᾿Αλλὰ ἡ Σωκρατικὴ Σχολή, ἡ διὰ τοῦ Πλάτωνος καὶ ᾿Αριστοτέλους ἀναπτυχθεῖσα, ἀντέταξεν εἰς τὸ δόγμα τοῦτο τὴν ἰδέαν, ὅτι ὑπεράνω τῶν ἀλλοιωτῶν τούτων πραγμάτων ὑπάρχει μία ἀΐδιος καὶ ἀναλλοίωτος ἀλήθεια, ὁ Λόγος, ὁ εἷς καὶ ἐπαΐων, ὃν δὲν δυνάμεθα μὲν νὰ ἴδωμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, ἐλπίζοντα ὅμως ὅτι θὰ ἴδωμεν εἰς τὸν μέλλοντα, καὶ ὅτι ἐκ τῶν πεπερασμένων τούτων καὶ μεταβαλλομένων ὄντων δυνάμεθα, φιλοσοφοῦντες κατὰ τὸν ἀναγωγικὸν τρόπον, νὰ ἀνεύρωμεν αὐτὸ τὸ ἀεὶ ῍Ον καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχον. ...ἐνῷ ἡ Σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἀντέτασσε λόγους ὑγιεῖς καὶ ἀκλονήτους, εἰσάγουσα τὴν ἠθικήν, διότι ἀπεδείκνυεν ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ κατ᾿ αὐτὴν ὀφείλουσι πάντες νὰ κανονίζωσι τὴν ἑαυτῶν διαγωγήν. ῾Ημεῖς ὅμως χάριτι θείᾳ δὲν κυμαινόμεθα μεταξὺ ταύτης ἢ ἐκείνης τῆς θεωρίας, τῆς τοῦ Σωκράτους ἢ τῶν Σοφιστῶν, διότι ἔχομεν λελυμένον τὸ ζήτημα, ἔχομεν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν τὴν ἀΐδιον ᾿Αλήθειαν, τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, τὸ λογικὸν καὶ ὀντολογικὸν κριτήριον, τὸ κανονίζον τά τε νοήματα καὶ τὰς πράξεις ἡμῶν» (᾿Απ. Μακράκη, ῾Ερμην. Κ.Δ. (῾Εβρ.), σελ. 225). ᾿Επίσης, εἰς τὸ «Φιλοσοφία» (σσ. 628-631, ὑπὸ τὸν τίτλον «Τὸ ἀρχαῖον φιλοσοφικὸν πρόβλημα καὶ λύσις αὐτοῦ»), ἀφιερώνει τέσσαρας περίπου σελίδας πρὸς ἔκθεσιν τούτου τοῦ θέματος, δηλ., τὴν ἀναζήτησιν ἑνὸς ἐπιστητοῦ ἀντικειμένου, «δι᾿ οὗ, κατανοουμένου ὡς ἀρχῆς, νὰ κατανοῶνται καὶ πάντα τὰ ἄλλα, ἐξηγουμένης δι᾿ αὐτοῦ τῆς οὐσίας καὶ τῆς φύσεως αὐτῶν, καὶ τοῦ λόγου ὑπάρξεως αὐτῶν». ῎Αρχεται ἀπὸ τοῦ Θαλῆ καὶ τῶν φιλοσοφησάντων φυσικῶν, ἀναφέρει τοὺς μεταφυσικούς, ἰδεαλιστάς, ἰδανικούς, μαθηματικοὺς Πυθαγορείους, ὡς ἀντιθέτους τῶν πρώτων, κάμνει περισσότερον λόγον περὶ τῶν θεωριῶν τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ ᾿Αριστοτέλους καὶ καταλήγει εἰς τοὺς ἀκολουθήσαντας τὴν ἀρχαίαν φιλοσοφίαν Χριστιανούς. Πρόκειται περὶ μιᾶς παρουσιάσεως παραπλανητικῆς. Χαρακτηρίζει μυθεύματα τὰς ὑποθέσεις τοῦ Πλάτωνος καὶ αἰνιγματικὴν τὴν ἀπόκρισιν αὐτοῦ περὶ τοῦ σύμπαντος, τὴν δὲ ἀϊδιότητα τῆς ὕλης ἀντιεπιστημονικὴν καὶ ἀσαφῆ. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἀπορρίπτει τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα, ἐνῷ ἔχει δανεισθεῖ ἐξ ὅλων αὐτῶν τὰ στοιχεῖα τοῦ φιλοσοφικομεταφυσικοῦ του συστήματος. ῾Η ἐξάρτησίς του π.χ. εἶναι ἐμφανὴς εἰς τὸ προαναφερθέν, εἰς τὴν ἰδίαν παραπομπήν, ἀπόσπασμά του. ᾿Εκ τῶν τεσσάρων στοιχείων τῆς ὕλης ἀφῄρεσε τὸν ἀέρα, καὶ ἐκ τῶν δέκα κατηγοριῶν τοῦ Εἶναι (essentiam) τοῦ ᾿Αριστοτέλους, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν πέντε (substantiam) κατὰ τὸν ᾿Αρμένη, ὁ ὁποῖος, ἀφαιρῶν τὸν χῶρον καὶ τὸν χρόνον, παρουσίασε τὸ καθαρὸν ὂν, μὲ τρεῖς κατηγορίας: τῆς ὑποστάσεως, τῆς μορφῆς καὶ τῆς σχέσεως, ὁ Μ. τὰς ἐδέχθη, τὰς ἁπλοποίησε, καὶ τὰς προσήρμοσε εἰς τὰς τρεῖς ὑποστάσεις, αἱ ὁποῖαι ἀντιστοιχοῦν εἰς τὴν ῾Αγία Τριάδα. Κατηγορεῖ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς ᾿Ανατολῆς ὅτι ὑστέρησαν περιοριζόμενοι εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν Θεολογίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοὺς δὲ τῆς Δύσεως ὅτι «παρεῖδον τὸ ἀληθὲς τῆς φιλοσοφίας ἀντικείμενον, ὑπέλαβον τὴν φιλοσοφίαν ὡς ἀσυμβίβαστον πρὸς τὴν Χριστιανικὴν πίστιν καὶ τὴν δογματικὴν αὐθεντίαν τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ἐφιλοσόφησαν κατὰ τὰ ἀρχαῖα φιλοσοφικὰ συστήματα, καὶ ἐνέπεσον εἰς τὰς αὐτὰς ἐκείνων πλάνας, μηδαμῶς δυνηθέντες δοῦναι λογικὴν καὶ ἐπιστημονικήν τινα λύσιν τῆς κατανοήσεως τοῦ σύμπαντος, διὰ τὴν ἄγνοιαν τοῦ ἐπιστητοῦ ἐκείνου ἀντικειμένου, δι᾿ οὗ τὰ πάντα καὶ ἓν ἕκαστον αἰτιολογοῦνται καὶ ἐξηγοῦνται καὶ ἀποδεικνύονται καὶ ἐννοοῦνται λογικῶς τε καὶ ἐπιστημονικῶς» (᾿Απ. Μακράκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 630). ῾Ο ἴδιος ὅμως, συγκεράσας τὴν πλατωνικὴν λογικὴν μετὰ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶχε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἐκάλυπτε τὰ κενά (ἔλυε τὸ αἴνιγμα τοῦ σύμπαντος, ἐξήγει καὶ ᾐτιολόγει τὸν Θεόν κ.ἄ.) καὶ ἐδημιούργει Τὴν Φιλοσοφίαν._ ῾Ο Ζήνων, τὸν ὁποῖον δὲν ἔλαβεν ὁ Μ. ὑπ᾿ ὄψιν, ὡμίλει διὰ τὰς δυσχερίας τῆς νοήσεως τοῦ ᾿Απείρου.

[15] «Παρὰ τῷ Χρυσίππῳ παρατηροῦμεν πρῶτον τὴν προσπάθειαν πρὸς προσωποποίησιν τῆς τοῦ ἀνθρώπου λογικῆς δυνάμεως, συγγενοῦς οὔσης κατὰ τὴν φύσιν τῷ τὸν ὅλον κόσμον διοικοῦντι (Πρβλ. Διογ. Λαέρτ. Vii, 88)» (Ε.Δ. Σδράκα, ῾Ο Φυσικὸς Νόμος παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς καὶ τῷ ᾿Αποστόλῳ Παύλῳ, Διδακτορικὴ Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 20)._ «Αὐτὴν τὴν κεντρικὴν ἰδέαν τῆς δογματικῆς, ἐξ ἧς ὡς συνέπειαι ἀνεπτύχθησαν πᾶσαι αἱ περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἰδέαι, ἤτοι τὴν ἰδέαν τῆς προσωπικότητος τοῦ Χριστοῦ, παρεσκεύασε σπουδαίως ὁ Φίλων ἐν τῇ περὶ λόγου διδασκαλία αὐτοῦ, ἥν ἐγίνωσκε πάντως ὁ συγγραφεὺς τῆς πρὸς ῾Εβραίους ἐπιστολῆς καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης. ῾Ο εὐαγγελιστὴς μάλιστα ᾿Ιωάννης μεταχειρίζεται ὡς ὁ Φίλων τὸν αὐτὸν ὅρον λόγος, λαλῶν ἐν τῷ προλόγῳ τοῦ Εὐαγγελίου αὑτοῦ περὶ τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ φύσεως» (᾿Ι. Χοῦβερ, ῾Η Φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, μεταγλωττισθεῖσα ὑπὸ ᾿Ιγνατίου Μοσχάκη, ἐν ᾿Αθήναις, ἐκ τοῦ τυπογραφείου τῆς ῾Ενώσεως, 1883, σελ. 8· Πρβλ. J. Bucher· Des Apostels Johannes Lehre von Logos, Schlaffhausen, 1856, σσ. 138-227)._ «῾Ο ὅρος «Λόγος» πάντως ἐπεκράτησεν ὡς ἀντιαιρετικὴ ἔκφρασις, ἰδίᾳ ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὁ ῎Αρειος ἀπεφάνθη, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐχὶ κατὰ κυριολεξίαν, ἀλλὰ «μετοχῇ χάριτος»» (Μ. Σιώτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 88)._ Τὸ «μετοχῇ χάριτος» εἶναι ἔκφρασις, ἡ ὁποία ταιριάζει τὰ μᾶλλα εἰς τὸν Μ., ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ διὰ τὰς ὑπὸ τοῦ Πατρὸς εἰς τὸν Υἱὸν δεδομένας ἀρετάς!

[16] Περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ὅρου «λόγος» κατὰ τὴν ἑλληνικὴν φιλοσοφίαν ὅρα ᾿Αρχιμ.῾Ιερ. Φοῦντα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σσ. 112-114· ἐπίσης Β.Γ. Τσάκωνα, ῾Η Χριστολογία τοῦ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγελίου καὶ τῶν ᾿Επιστολῶν, Σπουδαὶ εἰς τὴν Θεολογίαν τοῦ ᾿Ιωάννου -2-, ᾿Εκδόσεις Συμμετρία, ᾿Αθῆναι 1994, σσ. 17-29.

[17] «Περὶ Κοινοῦ Λόγου».

[18] «...παρίημι τὰ τοῦ Φίλωνος..., ὃς ἐν πολλοῖς τῶν αὐτοῦ συγγραμμάτων, τὸν λόγον διακρίνει τοῦ Θεοῦ, ἀφ᾿ οὗ ἐστι Λόγος, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ κτισθῆναι τὸ πᾶν ἀποφαίνεται, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὀνομάζων αἰώνιον, ἀλλὰ καὶ πρωτότοκον τοῦ Θεοῦ Υἱὸν ἀποκαλεῖ» (῾Αγίου ᾿Αθανασίου, Παρίου, ᾿Επιτομή, εἴτε Συλλογὴ τῶν θείων τῆς Πίστεως Δογμάτων, σελ. 154).

[19] ᾿Απ. Μακράκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 70.

[20] «...διότι, τοῦ Θεοῦ ὄντος φύσει νοητικοῦ ἤ πρώτου καὶ τελείου Νοῦ, αὐτογνωσίαν ἔχοντος τελείαν, ἀκολουθεῖ ἀναγκαίως ἐν τῷ νοεῖν τὸν Θεὸν ἑαυτὸν ἡ γέννησις τῆς εἰκόνος αὐτοῦ, ἥτις, ὡς πιστῶς καὶ ἀκριβῶς παριστῶσα τὸ πρῶτον ῎Ον, καλεῖται πρώτη ᾿Αλήθεια· ὡς λέγουσα δὲ καὶ ἐξαγγέλλουσα τὴν φύσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὰ ἄλλα νοητικὰ ὄντα, καλεῖται Λόγος» (᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Εἰσαγωγή, σελ. 24-26).

[21] Περὶ τοῦ ἐνδιαθέτου καὶ προφορικοῦ λόγου τοῦ Φίλωνος ὅρα καὶ «Βίος Μωϋσέως», 2, 129, ἐν: Ι.Δ. Καραβιδοπούλου, ῾Η περὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου διδασκαλία Φίλωνος τοῦ ᾿Αλεξανδρέως, ἐν «Θεολογία», τόμ. ΛΖ᾿ (1966), ᾿Εν ᾿Αθήναις 1066, σσ. 72-86, 244-261, 372-289, σελ. 249· «῞Οπως ὁ ὑπερβατικὸς Θεὸς εἶναι τὸ γενικώτατον ἔναντι πάντων τῶν ἄλλων ὄντων, οὕτω καὶ ὁ Λόγος εἶναι τὸ γενικώτατον ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν. Εἶναι «ἰδέα τῶν ἰδεῶν», «τόπος τῶν ἰδεῶν», «μητρόπολις τῶν ἰδεῶν». Πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ὁρατοῦ κόσμου ἀπετέλει ὁ Λόγος τὸν «νοητὸν κόσμον» τὸν ἐν τῷ πρώτῳ Θεῷ ὑφιστάμενον. ῾Ο οὕτω ὑφιστάμενος Λόγος χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «ἐνδιάθετος Λόγος». Αὐτὸν τὸν ἐνδιάθετον Λόγον χρησιμοποιεῖ ὁ θεὸς διὰ τὴν κοσμοποιΐαν. Διότι, κατὰ τὸν Φίλωνα, ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ», ὄχι κατὰ τὴν ἰδικήν του εἰκόνα, ἀλλὰ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Λόγου. ῾Ο κατὰ τὴν δημιουργίαν χρησιμοποιούμενος Λόγος, χαρακτηρίζεται ὡς «Λόγος προφορικός». Διότι ὁ κόσμος δημιουργεῖται κατὰ τὴν Γραφὴν διὰ τοῦ Λόγου: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς γεννηθήτω τὸ φῶς καὶ ἐγένετο τὸ φῶς». ῾Ο Λόγος εἶναι ὁ τοποτηρητής, «ὕπαρχος» τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. Εἶναι μεταξὺ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ «πρεσβευτὴς» καὶ «ἑρμηνευτής». Εἶναι ἀκόμη ἱκέτης καὶ συνήγορος, «παράκλητος», ὑπὲρ τοῦ κόσμου παρὰ τῷ Θεῷ. «Διότι ἦτο ἀνάγκη ὁ ἱερωμένος νὰ χρησιμοποιῇ τὸν τελειότατον κατὰ τὴν ἀρετὴν υἱὸν καὶ πατέρα τοῦ κόσμου, ὡς συνήγορον καὶ διὰ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτημάτων καὶ πρὸς χορήγησιν ἀφθονωτάτων ἀγαθῶν» (Κ.Δ. Γεωργούλη, «Φίλων ὁ ᾿Ιουδαῖος» ἐν: «῾Ιστορία τῆς ῾Ελληνικῆς Φιλοσοφίας», ἔνθ᾿ ἀνωτ., σσ. 503-510)· «Wieso man im Logos ein Mittelwesen sehen kann, das zwischen zwei auseinanderklaffenden Welten wieder eine Verbindung herstellt, geht Philon auf bei der erkenntnistheoretischen betrachtung des Wortes. Das Wort steht auch in der Mitte zwischen zwei Welten, naemlich zwischen Sinnlichkeit und Geistigkeit. Das Wort ist weder reine Sinnlichkeit (nur Schall), noch reine Geistigkeit (nur Idee), sondern ein «vorgebrachtes» Wort (λόγος προφορικός) ist einerseits zwar Sinnlichkeit, weil es gesprochen und gehoert werden kann, wird aber anderseits, weil man sich darunter doch etwas denken kann, vom Geiste hervorgebracht und lebt von dem geistigen Wort (λόγος ἐνδιάθετος), so dass in ihm wahrhaftig zwei verschiedene Sphaeren verbunden auftreten. Nach diesem Schema kann man sich noch die ganze Sinnlichkeit des Alls vorstellen als fleisch gewordenes Wort. Wir haben hier auch einen doppelten Logos: «Den einen, der sich auf unkoerperlichen und vorbildlichen Ideen bezieht, die das Gefuege des denkbaren Kosmos bilden», und den anderen, der sich «auf die sichtbaren Dinge bezieht, welche Nachahmungen und Abbildungen jener Ideen sind, aus denen der sichtbare Kosmos vollendet wurde» (Vita Mos. II 127). Erst recht gibt es natuerlich einen Logos im Menschen. Und wenn der Logos schon das Mass ist und der Archetypus, das Fleisch aber das Grab der Seele, dann ist klar, daί unsere Aufgabe darin besteht, frei zu werden vom Leibe und aus ihm herauszutreten in der Ekstase und durch den Logos, der ewige Weisheit ist, eins zu werden mit der Gottheit selbst. Aus eigener Kraft vermoegen wir zwar diese Vereinigung nicht zu erreichen, aber eine von der Gottheit ausstroemende Kraft, das goettliche Pneuma, wird uns dazu erheben. Und das ist dann der Weg der «unvermischten und himmlischen Weisheit» (J. Hirschberger, Geschichte der Philosophie, Philon von Alexandrien, τόμ. I (101976), Herder, Freiburg-Basel-Wien, σελ. 298ἑξ.).

[22] ᾿Απ. Μακράκη, ῾Η Γραφὴ καὶ ὁ Κόσμος, σελ. 170· «῾Η θέλησις τοῦ Πατρὸς... ἀμέσως ἐξυπηρετεῖται ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἐμμέσως δὲ ὑπὸ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν πνευμάτων ὑπηρετούντων τὸν Λόγον καὶ τὸ Πνεῦμα... ῾Ως ἐργατικὰς δὲ χεῖρας κατεργαζομένας τὴν ὕλην καὶ συναρμολογούσας αὐτὴν νοοῦμεν τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ ὁποῖα τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπιστατοῦν ἐμβάλλει τὴν ἰδέαν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἐκτελέσεως» (᾿Απ. Μακράκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 202). ᾿Αμέσως ὑπηρετεῖται ἡ θέλησις τοῦ Πατρός, ὅμως ἡ κοσμοποιΐα συντελεῖται ἀμέσως ὑπὸ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ ἐμμέσως ὑπὸ τοῦ ἐντολοδόχου Λόγου καὶ τοῦ ἐπιστατοῦντος ῾Αγ. Πνεύματος. Αἱ δυνάμεις κατὰ τὸν Μ.: Αἱ ἰδιότηται τοῦ Θεοῦ εἶναι ῎Αγγελοι, ἐνυπόστατοι μὲ ἰδιαιτέραν προσωπικότητα, ὄντα, κτισταὶ (ἐξ ὕλης) ὑπάρξεις (πρότυπον τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου), αἱ ὁποῖαι τὸν ὑπηρετοῦν εἰς τὴν δημιουργίαν (κατασκευὴν καὶ συντήρησιν). ῎Αγγελοι, ᾿Αρχάγγελ., ᾿Αρχαί, ᾿Εξουσ., Δυνάμεις, Θρόνοι, Κυριότηται, Χερουβ., Σεραφ., Δῆμοι καὶ Τάξεις (πρβλ.᾿Απ. Μακράκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 98). (῾Η Π.Δ. οὐδόλως ποιεῖται λόγον περὶ ἐνδιαμέσων ὄντων προκειμένου περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου...) ῞Ορα περὶ ᾿Αγγέλων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν, ἀκούουν κ.λπ. ἐν σσ. 289· 297, τῆς παρούσης διατριβῆς._ ᾿Αντιθέτως, κατὰ τὸν Φίλωνα, οἱ ἀνθρωπομορφισμοὶ τῆς Π.Δ. ἔχουν παιδαγωγικὸν χαρακτῆρα.

[23] ᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Θεολογία, σελ. 435.

[24] «῾Η φιλοσοφία κατὰ μὲν τὴν φύσιν αὐτῆς οὐδὲν ἄλλο ἐστίν, ἤ ἔρως τοῦ εἰδέναι. ᾿Αλλ᾿ ὁ ἔρως οὗτος πέφυκεν ἄπειρος, ἐλεύθερος, ἀρχικός, καθολικός, εὐγενέστατος, γενναιότατος καὶ ὑψηλότατος πάντων ἐρώτων, καὶ εἰς ἣν ἐγγένηται ψυχήν, μεταδίδωσιν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, καὶ ἐξομοιοῖ πρὸς ἑαυτόν. Κατὰ δὲ τὸ τέλος καὶ τὸν σκοπόν, πρὸς ὃν ἡ φιλοσοφία φέρεται, θέωσίς ἐστιν ἰσόθεος, δι᾿ ἧς συμπληροῦται καὶ τελειοῦται ἡ φιλόσοφος φύσις, <Θέωσις καὶ θεοποίησις φαίνονται ταυτόσημοι εἰς τὸν Μ._ ῾Η θέωσις εἶναι συμπλήρωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως;> καὶ μεταξὺ τῆς φύσεως καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς φιλοσοφίας θεωρεῖται ἀκριβὴς ἰσότης, ἀναλογία τε καὶ συμφωνία. Κατὰ δὲ τὸ ἀντικείμενον ἡ φιλοσοφία εὕρεσίς ἐστι καὶ ἐπίγνωσις τῆς πρώτης ᾿Αληθείας <Δὲν ὑπάρχει πίστις εἰς τὸν Υἱόν, ἀλλὰ «εὕρεσις» καὶ «ἐπίγνωσις»!>, δι᾿ ἧς παρίσταται καὶ νοεῖται τὸ πρῶτον καὶ ἀΐδιον καὶ αὐθύπαρκτον καὶ τέλειον ῎Ον, καὶ πάντα τὰ ἐξ αὐτοῦ ὄντα. Καλεῖται ἔτι καὶ Υἱὸς Μονογενής, διότι μόνος γεννᾶται ἐκ τοῦ Θεοῦ φύσει, καὶ ἔχει πάσαν τὴν δόξαν τοῦ Πατρὸς αὑτοῦ. ᾿Επειδὴ δὲ σαφῶς καὶ σοφῶς πάντα ἐπίσταται, διὰ τοῦτο καὶ Σοφία καλεῖται, καὶ ἡ φιλία τῆς πανεπιστήμονος ταύτης Σοφίας δικαίως καλεῖται φιλοσοφία. Τὸ ἀντικείμενον τοῦτο τῆς φιλοσοφίας ἴσον ἐστὶ καὶ ἀνάλογον καὶ σύμφωνον πρός τε τὴν φύσιν καὶ τὸν σκοπὸν αὐτῆς· διότι, καθὼς ὁ φιλοσοφικὸς ἔρως πέφυκεν ἄπειρος, ἐλεύθερος, ἀρχικός, καθολικός, εὐγενέστατος, γενναιότατος καὶ ὑψηλότατος πάντων ἐρώτων, οὕτω καὶ ὁ ἰσόθεος Λόγος, τὸ ἀντικείμενον αὐτοῦ, πέφυκεν ἄπειρος, ἀπόλυτος, ἐλεύθερος, ἀρχικός, καθολικός, εὐγενέστατος, γενναιότατος καὶ ὑψηλότατος πάντων τῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ὄντων. Δι᾿ αὐτοῦ δὲ μόνον ἐπιτυγχάνεται ἡ θέωσις τοῦ φιλοσοφοῦντος, διότι δι᾿ αὐτοῦ ἀποκτᾶται ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ λοιπὰ τῆς θείας φύσεως προσόντα, οἷον ἡ ἀειζωΐα, ἡ χρηστότης, ἡ ἁγιότης...» (᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Εἰσαγωγή, σελ. 32).

[25] Περὶ τῆς μεθέξεως τοῦ ἀτελοῦς εἶναι εἰς τὴν ὑψίστην ἰδέαν τοῦ Εἶναι κατὰ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν ᾿Αριστοτέλην ὁ Kl. Oehler (῾Η Συνέχεια στὴν ῾Ελληνικὴ Φιλοσοφία ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ᾿Αρχαιότητας ὥς τὴν πτώση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, Μετάφραση: Πολυτίμη-Μαρία Παλαιολόγου, ἄρθρον εἰς τὸ περιοδικὸν «Μεσαιωνικὴ Φιλοσοφία», Σύγχρονη ῎Ερευνα καὶ Προβληματισμοί, ῾Ελληνικὸ Βυζάντιο καὶ Λατινικὴ Δύση, Σειρά: Φιλοσοφία-Μελέτες 1, (σσ. 45-73), Παρουσία, ᾿Αθήνα 2000, σελ. 61ἑξ.) λέγει ὅτι αὕτη συντελεῖται μέσω τοῦ ἔρωτος. ῾Η ἐρωτοποίησις αὕτη τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τοῦ ἐνδοκοσμικοῦ γίγνεσθαι, ἡ σύμφυτος εἰς ἕνα ἕκαστον τῶν ὀντολογικῶς κατωτέρων ὂντων τάσις πρὸς τὸ ἀνώτερον καὶ τὸ ὕψιστον Εἶναι, δὲν εἶναι χαρακτηριστικὴ μόνον τοῦ πλατωνείου συστήματος· ἀκόμη καὶ τὸ ἀριστοτέλειον εἶναι ἀδιανόητον χωρὶς αὐτὴν ὡς προϋπόθεσιν. Τὸ πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν, ὁ θεός, κινεῖ τὸν κόσμον «ὡς ἐρώμενον»· ὁ ἵμερος τῆς ὀντολογικῆς προσεγγίσεως τοῦ ῾Ενὸς μὲ ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν ὁμοίωσιν μὲ αὐτὸ θεωρεῖται ὡς μία ἐνεργὴς δύναμις, ἡ ὁποία καθοδηγεῖ ἕκαστο ὄν. Εἰς τὴν Πατερικὴν θεολογίαν, ἀντιθέτως, ἡ θεία ἐνέργεια ταυτίζεται μὲ τὴν θείαν χάριν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἔχει ὡς συνέπειαν τὴν ἀντιστροφὴν τῆς πλατωνείου-ἀριστοτελείου σχέσεως μεταξὺ ὑπερβατικοῦ καὶ ἐμμενοῦς· ἐδῶ εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος κινεῖται συγκαταβαίνων μὲ τὴν ἄφραστον χάριν Του πρὸς τὴν κτίσιν. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συγκατάβασις πρὸς τὸν ἄνθρωπον θὰ ἐφαίνετο εἰς τοὺς ῞Ελληνας στοχαστὰς τῆς ἀρχαιότητος ἀκριβῶς ὅπως λέει ὁ Παῦλος ὅτι ἐφαίνετο εἰς τοὺς ᾿Εθνικοὺς τῆς ἐποχῆς του: μωρία. ῾Ως συνέπεια αὐτοῦ τοῦ ἐπαναπροσανατολισμοῦ τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι καὶ τῆς ἀλλαγῆς (μετάνοια) εἰς τὴν θεώρησιν τῆς σχέσεως Θεοῦ καὶ κόσμου τὸ θεῖον Εἶναι λαμβάνει ἕναν ἐπιπρόσθετον προσδιορισμόν. Τὸ ἀριστοτέλειον ἀκίνητον κινοῦν, οὐσία ταυτοχρόνως καὶ ἐνέργεια, καθαρὴ actualitas, ἀπετέλει, μακρὰν καθὼς ἦτο ἀπὸ τὴν σφαίραν τῆς δυνάμεως, τὸ τέλειον, ἀπρόσμικτον ἀπόλυτον. Εἰς τὸν Χριστιανισμὸν τὰ δύο στοιχεῖα, ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, διακρίνονται, καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον εὑρισκόμεθα εἰς μίαν διάκρισιν τοῦ ἀπόλυτου καὶ τοῦ σχετικοῦ στοιχείου τῆς θεότητος. Τοῦτο σημαίνει ὅτι καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὑπάρχει πλησίον τοῦ εἶναι καὶ ἕνα ἔχειν, μία σχέσις ὄχι μόνον ἐντὸς τοῦ ἑαυτοῦ Του (καθὼς συνεπάγεται τὸ δόγμα περὶ Τριάδος), ἀλλὰ καὶ μετὰ τῆς κτίσεως. Αὐτὴ ἡ πραγματικὴ διάκρισις μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας δὲν ἀποτελεῖ χωρισμόν, ὅπως καὶ ἡ ἀκτὶς τοῦ ἥλιου δὲν εἶναι τι τὸ χωριστὸν ἀπὸ τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος τὴν ἐκπέμπει. Εἰς γενικοτέραν συμφωνίαν μὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, τὴν ὁποία οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν συχνῶς, ἡ θεία ἐνέργεια ἐπιδρᾷ εἰς τὰ κτίσματα μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους. ῾Η δράσις ἐπὶ τῆς ἀλόγου φύσεως συντελεῖται βάσει μιᾶς μὴ συνειδητῆς ἀναγκαιότητος, ἐνῶ ἡ δράσις ἐπὶ τῆς ἐλλόγου συντελεῖται βάσει τῆς ἐλευθέρας προαιρέσεως. Οὕτω σύμπασα ἡ φύσις δύναται καὶ γίνεται ὄργανον τῆς θείας ἐνεργείας. Τὸ σῶμα δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὸ πεδίον ἀσκήσεως τῆς θείας ἐπενεργείας· ἀπεναντίας, μεγάλοι Πατέρες θεολόγοι ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης Δαμασκηνὸς ἐξέφρασαν διὰ πολλῶν καὶ ἐμφατικῶς τὴν ἀρνητικήν των στάσιν ἀπέναντι εἰς τὴν (πλατωνείου, στωϊκῆς καὶ μανιχαϊκῆς προελεύσεως) ἀπαξίωσιν τοῦ σωματικοῦ στοιχείου ἔναντι τοῦ πνευματικοῦ. Πρόκειται διὰ ἕνα ἀξιοπρόσεκτον συμπέρασμα ἑνὸς συνεποῦς στοχασμοῦ, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐκτιμηθῇ εἰδικῶς σήμερον ἐν ὄψει τῆς διαπιστώσεως τῶν καταστροφικῶν συνεπειῶν τὰς ὁποίας εἶχε ἡ ἐχθρικὴ ἀντιμετώπισις τοῦ σώματος ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸν τῆς Δύσεως. Εἰς τὴν Πατερικὴν θεολογίαν, λοιπόν, συντελεῖται ἡ τελικὴ προσωποποίησις τῆς ἀρχαίας ἐννοίας τῆς ἐνεργείας. ῾Η προσωποποίησις αὐτὴ συνετελέσθη εἰς συνάρτησιν καὶ μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς θείας βουλήσεως.

[26] ῾Ομολογουμένως, δὲν πρωτοτυπεῖ ὁ Μ. εἰς τὸ θέμα τοῦτο. Καὶ ἄλλοι, ὅπως ὁ ῎Ανσελμος (14ος αἰών), ἔκαναν σκέψεις τῆς μορφῆς: πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σκέπτομαι τὸν Θεόν, ἐὰν Αὐτὸς δὲν ὑπάρχει;

[27] Τὰ προαναφερθέντα ἰδιώματα («᾿Ιδέα»!), τὰ ἀποδιδόμενα ὑπὸ τοῦ Μ. εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, διακρίνονται καὶ δὲν ἀνήκουν εἰς τὴν Φύσιν Του(!), ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Μ., συνίσταται εἰς τὸ ζῇν, τὸ εἰδέναι, τὸ βούλεσθαι καὶ τὸ δύνασθαι «Τὰ τέσσαρα προσόντα, ὧν ἕκαστον ἐθεωρήσαμεν ἐπὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου, οἷον τὸ τέλειον εἰδέναι, τὸ τέλειον ζῇν, τὸ τέλειον βούλεσθαι καὶ τὸ τέλειον δύνασθαι συνιστῶσι τὴν τελείαν φύσιν τοῦ Λόγου ...(ἡ ὁποία) τετραπλῆ ἐστι, καὶ νοερῶς διαιρετή» (᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Φιλοσοφία, σελ. 617ἑξ.). ῾Επομένως συνιστοῦν τὴν Οὐσίαν, διάφορον τῆς Φύσεως, τοῦ Λόγου («῾Η τελεία φύσις τοῦ Λόγου διακρινομένη τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ καὶ τῆς οὐσίας»)! ᾿Επιμένει νὰ ὀνομάζῃ τὸν Λόγον ᾿Ισόθεον.

[28] Παρμενίδης: ῎Εννοια=Εἰκών=Πραγματικότης. (Πλάτων: Εἰκών= Σκιά=᾿Εγκόσμιος Πραγματικότης =Διαφορετικαὶ ἔννοιαι τῆς, ἐν τῷ Θείῳ, «᾿Ιδέας») Παρακάμπτεται ὑπὸ τοῦ Μακράκη.

Μακράκης: Νοεῖν=Εἷναι, δηλ. Σκέψις=Πραγματικότης (Πλήρης γνῶσις τοῦ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ κόσμου).

[29] «῾Η εἰς τὸν Χριστὸν ἀπόδοσις τῶν περὶ τοῦ Θεοῦ Π/Διαθηκικῶν ἰδιοτήτων, καὶ ἡ περιβολὴ αὐτοῦ διὰ τῶν ἀξιωμάτων καὶ τοῦ ἔργου τῶν Π/Διαθηκικῶν προσωπικοτήτων, ἀποβλέπει εἰς τὴν ἐν αὐτῷ ἑνοποίησιν καὶ τελειοποίησιν. Οὕτω, ἀντὶ τῆς ἐν τῇ Π.Δ. παρατηρουμένης ἀποκεντρώσεως, διαφοροποιήσεως καὶ διασπορᾶς τῶν ἀξιωμάτων τούτων, ἔχομεν ἐν τῇ Κ.Δ. μίαν συγκέντρωσιν αὐτῶν καὶ ἑνιαίαν λειτουργίαν ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μὲ ἀποτέλεσμα οὐ μόνον τὴν ἀπόδειξιν τῆς θείας αὐτοῦ καταγωγῆς καὶ προελεύσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἢ ἱστορικῆς αὐτοῦ ἰδιότητος» (Χ.Σπ. Βούλγαρη, ῾Η περὶ Σωτηρίας Διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἐναίσιμος ἐπὶ Διδακτορίᾳ Διατριβή, ᾿Αθῆναι 1971, σελ. 288).

[30] ῾Ο ὅλος συλλογισμὸς τοῦ Μ. παραπέμπει εἰς τὰς ἑρμηνευτικὰς ἀναλύσεις τοῦ Πλάτωνος. Π.χ. προκειμένου νὰ ἑρμηνεύσῃ τὴν ἔννοιαν τοῦ ᾿Αγαθοῦ, ἀναλύει τὰς ἐπὶ μέρους ἐννοίας τῆς ῾Ωραιότητος, τῆς Συμμετρίας καὶ τῆς ᾿Αληθείας («κάλλει καὶ ξυμμετρίᾳ καὶ ἀληθείᾳ... τῶν ἐν τῇ συμμίξει», Πλάτωνος, Φίληβος, τόμ. Β`, 65α), ἔννοιαι αἱ ὁποῖαι συνιστοῦν τὸ ᾿Αγαθόν. Κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν πρέπει νὰ εἴδωμεν ὅτι ὁ Μ. ἐπιδιώκει ὅπως ἀποδείξῃ τὸ Εἶναι τοῦ Υἱοῦ.

[31] «Τὰ τέσσαρα προσόντα, ὧν ἕκαστον ἐθεωρήσαμεν ἐπὶ τῆς ὑποστάσεως<῎Οντος> τοῦ Λόγου, οἷον τὸ τέλειον εἰδέναι, τὸ τέλειον ζῇν, τὸ τέλειον βούλεσθαι, καὶ τὸ τέλειον δύνασθαι, τὰ τέσσαρα ταῦτα προσόντα, συνημμένα καὶ ἀχώριστα, συνιστῶσι τὴν τελείαν φύσιν τοῦ Λόγου, ἴσην πρὸς τὴν τελείαν φύσιν τοῦ Θεοῦ...» (᾿Απ. Μακράκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 617).

[32] Εἰς τὴν πραγματικότητα, καθὼς θὰ εἴδωμεν, πρόκειται περὶ πλατωνείων ἐννοιῶν (ὡς «Εἰκὼν» παραφράζεται ἡ παρμενίδειος «῎Εννοια»-«Σκιὰ»-«Παράστασις» κατὰ τὸν Πλάτωνα), ἡ σχέσις ὅμως τούτων μεταξύ των δὲν εἶναι πλατώνειος, ἀλλὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ Hegel.

[33] Σοφιστεία, καθαρῶς μακράκειος, τῆς παρεντιθεμένης προσωπικῆς του ἀπόψεως μεταξὺ ἐγνωσμένης ἀξίας ἀληθειῶν ἢ δογμάτων καὶ ἀπαίτησις, κατόπιν, πρὸς συνολικὴν πίστιν καὶ ἀποδοχήν! ᾿Αβεβαιότης, ἡ ὁποία ἀναζητεῖ κῦρος.

[34] ᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Εἰσαγωγή, σελ. 24ἑἑξ. (29ἑξ.).

[35] Πρβλ. Πλάτωνος, Παρμενίδης, 132d.

[36] Εἰς τὴν ἀνάλυσίν του, ὅμως, τοῦ «ὁ πατήρ μου μεῖζόν μου ἐστι», ὁ Μ. ἄλλα λέγει.

[37] ᾿Επειδὴ εἶναι ῎Ισος, ὀνομάζεται ᾿Ιδέα; Κατὰ ποίαν ἔννοιαν; ῾Ετέρα μὴ κατοχυρωμένη θέσις τοῦ Μ.

[38] ᾿Ιδοὺ ἡ δευτέρα σοφιστεία (ἡ πρώτη, ἡ περὶ τὸ ὄνομα, ἦτο ὁ ταυτισμὸς τῆς Εἰκόνος -ἀλλὰ καὶ τῆς ᾿Εννοίας- μετὰ τῆς ᾿Ιδέας): ἡ Εἰκὼν εἶναι πάντοτε μία, ἡ ᾿Αλήθεια ἐπίσης· τὴν μοναδικότητά της τὴν μεταφέρει εἰς τὴν μὴ ταυτιζομένην μὲ τὴν ἀποκλειστικότητα ᾿Ιδέαν. Μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ ἀνήκει εἰς τὴν τριάδα, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἐσχημάτησε, χωρὶς κἄν νὰ τὴν αἰτιολογήσῃ. ᾿Απαιτεῖ δὲ νὰ ἔχῃ ἡ τριὰς αὕτη τὸ αὐτὸ κῦρος τῆς πίστεως (ἀποδείξεως) εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ («Καὶ ὅσην λογικὴν καὶ ἐπιστημονικὴν βεβαιότητα ἔχομεν περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ὡς πρώτου καὶ τελείου ῎Οντος, τόσην ἔχομεν καὶ περὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ὡς πρώτου καὶ τελείου Λόγου καὶ πρώτης ἀληθείας»).

[39] ᾿Απ. Μακράκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 29ἑξ.· Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Φιλοσοφία, σελ. 584ἑξ.

[40] Παρόμοιόν τι εἶχεν εἰπεῖ καὶ ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος, ὅτι δηλ. ὁ Υἱὸς εἶναι τὸ προϊὸν τῆς Νοήσεως, δηλ. τοῦ Πατρός. ῾Ο ἀείμνηστος π. ᾿Ι. Ρωμανίδης καὶ ὁ Μητρ. Περγάμου ᾿Ι. Ζηζιούλας, ὅμως, εἰς τὰς Δογματικάς των, δὲν τὸ δέχονται ὡς ὀρθόν. Χαρακτηριστικῶς, ὁ Μητροπ. Περγάμου λέγει ὅτι, κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἡ Τριὰς γίνεται ἓν ψυχολογικὸν σύμπλεγμα, ἓν σύνολον ψυχογικῶν σχέσεων (᾿Ι. Ζηζιούλα, Δογματική, Μέρος Πρῶτον, σελ. 114). ῾Ο Μ. τὸ κάμνει πολυπλοκώτερον. Λέγει, ὅτι ἡ ῾Αγία Τριάς εἶναι τό, κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην (μακράκειον) Ψυχολογίαν, φαινόμενον τῆς Συνειδήσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς Νοήσεως, τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ (᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α`), Θεολογία, σσ. 400-403). Εἰσάγει δὲ καὶ χρονικὰ διαστήματα εἰς τὴν θείαν τῆς Τριάδος Φύσιν («...διότι τοῦ Λόγου τὴν γέννησιν ἀμέσως ἀκολουθεῖ ἡ ἐκπόρευσις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὡς ζῶσα ἀγάπη ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸν ἐκπορευομένη, καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ἐπανιοῦσα...» (᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α`), Φιλοσοφία, σελ. 626) ) (ὅρα τὰς ἀντιρρήσεις ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου, Περὶ Τριάδος, κστ` Περὶ τοῦ τὴν θείαν τῆς Τριάδος φύσιν χρονικῶν μὴ μετέχειν διαστημάτων, τόμ. Δεύτερος, σελ. 973).

[41] «Θεωρεῖ δὲ τὸν Λόγον ὁ Μακράκης ὑπὸ τρεῖς ἐπόψεις· διὸ καὶ ἀποδίδωσιν αὐτῷ καὶ τρία ὀνόματα· τοὐτέστιν, ὡς γεννώμενον μὲν ἐν τῷ νοεῖν τὸν Θεὸν ἑαυτόν, ἀποκαλεῖ αὐτὸν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· ὡς πιστῶς δὲ καὶ ἀκριβῶς παριστῶντα τὸ πρῶτον ὄν, ὀνομάζει αὐτὸν πρώτην ἀλήθειαν· ὡς λέγων δὲ καὶ ἐξαγγέλων τὴν φύσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὰ ἄλλα νοητικὰ ὄντα, ἔχει τὸ τρίτον ὄνομα, λόγος: ἐξαρτᾷ δὲ καὶ τὰ τρία ταῦτα ἐκ τῆς αὐτογνωσίας τοῦ Θεοῦ, δυνάμει τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς νοῶν ἑαυτὸν παράγει τὰ φαινόμενα ταῦτα· ἀλλ᾿ ἡ αὐτογνωσία εἶναι καρπὸς τῆς συνειδήσεως, δυνάμει τῆς ὁποίας ἕκαστον τῶν λογικῶν ὄντων γινώσκει καὶ διακρίνει ἑαυτὸν καὶ τὰ ἐκτὸς ἑαυτοῦ ὄντα· τοῦτο εἶναι ὅλος ὁ καρπὸς τῆς αὐτογνωσίας καὶ πλέον οὐδέν» (Δ.Ι. Παλαμᾶ, ῾Ο κατὰ Μακράκην ῎Ανθρωπος, ἤτοι αἱ νέαι περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἰδέαι αὐτοῦ, Τύποις ᾿Αρτέμη Γουργουρίνη, Μεσσολόγγιον 1879, σελ. 10).

[42] Πρβλ. Π.Χρ. Νούτσου, ῾Ο νεαρὸς Ψαλίδας καὶ ὁ Γαλλικὸς Διαφωτισμός, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 70, ἔνθα καὶ αἱ ἀντιστοιχοῦσαι παραπομπαί.

[43] Π. Βράϊλα-᾿Αρμένη, CPG, τόμ. Πρῶτος, Εἰσαγωγή, σσ. νβ`-νγ`.

[44] ᾿Εχρησιμοποιήθη φιλοσοφικῶς, ὡρισμένως καὶ κατὰ καιρούς, ἡ ῎Εννοια ἀντὶ τῆς ᾿Ιδέας ὡς πράξις ἢ ὡς ἀντικείμενον τῆς σκέψεως, καὶ ὄχι ὡς λογικὸς ὅρος. Πρβλ. Andre Lalande, «᾿Ιδέα», Λεξικὸν τῆς Φιλοσ., σελ. 714.

[45] ᾿Ι. Χοῦβερ, ῾Η Φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ῾Η περὶ Νοῦ διδασκαλία τοῦ Πλωτίνου, σελ. 54.

[46] ῞Ορα E. Kant, Κριτικὴ τοῦ καθαροῦ λόγου, ῾Υπερβατικὴ διαλεκτική, βιβλίο Ι, παρ. 2: Γιὰ τὶς ὑπερβατικὲς ᾿Ιδέες (ἐν Andre Lalande, Λεξικὸν τῆς Φιλοσοφίας, «᾿Ιδέα», σελ. 713ἑξ.).

[47] Πρβλ. Andre Lalande, ἔνθ᾿ ἀνωτ., «᾿Ιδέα», σελ. 714ἑξ.

[48] ᾿Αξιοσημείωτον εἶναι διὰ τὴν μεταφυσικὴν φιλοσοφίαν του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ἑρμηνευτικόν του ἔργον τὸ ὅτι ὁ Μ. ἑρμηνεύει τὸ εἶδος ὡς τὴν ὁμοιότητα (π.χ. «καθ᾿ ὁμοίωσιν»). Προσπαθεῖ δὲ νὰ τὸ στηρίξῃ ἁγιογραφικῶς ἐπὶ τοῦ Γεν. 1,12 («Καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπείροντος σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς»). Πρβλ. ᾿Απ. Μακράκη, ῾Η Γραφὴ καὶ ὁ Κόσμος, σελ. 173ἑξ.

[49] ῞Ορα Πλάτωνος, Πρωταγόρας 315, καὶ Ast, Lexicon Platonicum, ΙΙ 87 (ἐν Andre Lalande, ἔνθ᾿ ἀνωτ., «᾿Ιδέα», σελ. 712ἑξ.).

Ἡ Συνέχεια τοῦ κεφαλαίου στὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο διατίθεται ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα.

Διαφοροποιήσεις ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς

.


Γιὰ νὰ κατεβάσετε τὸ βιβλίο πατῆστε ἐδῶ.

Ἀποκωδικοποίησις τῶν κυριωτέρων Μακρακείων ὅρων

.

Γιὰ νὰ κατεβάσετε τὸ βιβλίο πατῆστε ἐδῶ.

Ἀπάρνησις τῶν Ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων

.

Γιὰ νὰ κατεβάσετε τὸ βιβλίο πατῆστε ἐδῶ
________________________________________
3. ᾿Απάρνησις τῶν ᾿Ορθοδόξων Θεολογικῶν ὅρων
          Γενικῶς, ἐπενόησε, μὲ σκοπὸν ὅπως ἐνδύσῃ τὴν φιλοσοφικὴν μεταφυσικήν του μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ᾿Ορθοδόξου Χριστιανικῆς Θεολογίας (Οὐσία ἢ Φύσις, ῾Υπόστασις ἢ Πρόσωπον, Προσόντα ἢ ᾿Ενέργεια), νέον περιεχόμενον[1] εἰς τοὺς ἰσχύοντας θεολογικοὺς ὅρους. Οἱ ἐπικρατέστεροι μακράκειοι, καὶ σημαντικώτατοι διὰ τὴν Δογματικὴν αὐτοῦ, εἶναι:
῾Υπόστασις, ῞Υπαρξις, Εἶναι = εἶναι ὅροι ταυτόσημοι,
῾Υπόστασις ἢ ῞Υπαρξις ἢ Εἶναι = εἶναι ἡ βάσις. (῾Η κατὰ κόσμον φιλοσοφία ὀνομάζει ῎Ον),
Φύσις = εἶναι τὰ προσόντα, τὰ ὁποῖα ἐπικάθηνται εἰς τὴν ῾Υπόστασιν=῞Υπαρξιν=Εἶναι,
Οὐσία = εἶναι τὸ σύνολον ῾Υποστάσεως (῎Οντος) καὶ Φύσεως.
Οὐσία, ὡς ὅρος περιεκτικὸς τῶν δύο ἄλλων, εἶναι ὅρος μὲ τὸν ὁποῖον δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ἐνίοτε ἡ Φύσις, ἐνίοτε δὲ καὶ ἡ ῾Υπόστασις.
          Τὸ «ἐνίοτε» -«πολλάκις»- καθιστᾷ τὴν χρῆσιν τοῦ ὅρου ἀνεξέλεγκτον. Οὕτω π.χ. ἐπέτυχε, σοφιστικῶς, φραστικῶς νὰ ἰσχύῃ, παραλλήλως πρὸς τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ πιστευόμενα (διδάσκει ὅτι ἡ Οὐσία καὶ ἡ Φύσις διακρίνονται μεταξύ των), ὅ,τι λέγει καὶ ἡ ᾿Ορξόδοξος Παράδοσις: Οὐσία = Φύσις.
          Σαφές, ὅμως, εἶναι ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς Πατερικῆς «῾Υποστάσεως». Διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ συστήματός του, ἔχει ἰδιαίτερον κεφάλαιον ὑπὸ τὸν τίτλον: «῾Η τελεία φύσις τοῦ Λόγου διακρινομένη τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ καὶ τῆς οὐσίας».[2]
          Ταῦτα, δίκην κλειδός, ἐφήρμοσεν εἰς τὸ σύστημά του, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ παραπλανᾶται, θεωρῶν τὴν φιλοσοφικὴν μεταφυσικήν του ὡς φιλοσοφικοποίησιν τῆς Θεολογίας (ὡς ἀποδίδεται ὅτι ἐλέχθη τοῦτο ὑπὸ τοῦ Ζ. Ρώση διὰ τὸν Μακράκην[3]) ἢ ὅτι περιπίπτει «ἁπλῶς» εἰς ἀντιφάσεις.[4]
          Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ Παντοδυναμία τῆς θεότητος εἶναι διὰ τὸν Μ. τὸ ῞Αγ. Πνεῦμα,  καὶ δὲν εἶναι τὸ ὀρθοδόξως ἐννοούμενον, τότε αἱ σχέσεις καὶ οἱ συσχετισμοὶ ἀλλάσσουν.


[1] Τὸ περιεχόμενόν των εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις συγγενεύει μετὰ τῶν ἀριστοτελείων ὅρων, εἰς ἄλλας μετὰ ἄλλων φιλοσοφικῶν ρευμάτων, μὲ μόνην συνέπειαν τὸ ἰδικό του σύστημα. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον αἱ ἐκτοξευθεῖσαι ἐναντίον του κατηγορίαι ἀπερίφθησαν ἐκ μέρους του εὐκόλως, διότι τὸ περιεχόμενον τῶν ὅρων του εἶναι δανεισμένο ἀπὸ πολλὰς καὶ ἀντιθέτους πηγὰς καὶ ρεύματα.
[2] ᾿Απ. Μακράκη, Φιλοσοφία (τόμ. Α᾿), Φιλοσοφία, σσ. 617-620, ἔνθα περιέχονται καὶ οἱ προαναφερθέντες ὁρισμοί.
[3] «...ὁ κ. Ζῆκος Ρώσης (λέγει ὅτι), ...οὐχὶ θρησκευτικῶς, ὥς τις καθιδρυτὴς θρησκευτικῆς αἱρέσεως ἐδίδασκεν ὁ Μακράκης ἀλλ᾿ ὡς φιλόσοφος, συζητῶν καὶ πείθων τὰς φιλοσοφικάς του δοξασίας καὶ διὰ τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ὑποστηρίζων...» (Μ. Χαρίτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σσ. 439-441)._ ᾿Αλλὰ καὶ τὸ ὅτι δὲν ἐδίδασκεν «ὥς τις καθιδρυτὴς θρησκευτικῆς αἱρέσεως» δὲν ἀνταποκρίνεται ἀκριβῶς εἰς τὴν πραγματικότητα, διότι ὁ Ζ. Ρώσης εἰς τὴν «Δογματικήν» του (σελ. 407) συγκαταλέγει αὐτόν μετὰ τοῦ Οὐαλεντίνου, Τατιανοῦ καὶ Απολλιναρίου· «῾Η δὲ τῶν εἰρημένων αἱρετικῶν διδασκαλία περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνισταμένου ἐκ σώματος, ψυχῆς καὶ πνεύματος, ἣν ἀπεπειράθησαν νὰ ἐπαναλάβωσι σχεδὸν αὐτολεξεὶ καί τινες παρ᾿ ἡμῖν αὐτοχειροτόνητοι θεολόγοι, προβάλλοντες αὐτὴν ὡς ἰδίαν καὶ πρωτότυπον διδασκαλίαν... ῾Η τοιαύτη σφαλερὰ ἔννοια περὶ τε τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος συνεπάγεται ἔνθεν μὲν τὴν ὑλοφροσύνην, ἔνθεν δὲ τὸν πανθεϊσμόν».
[4] ῾Ο ἐπὶ πολλὰ ἔτη πρόεδρος τοῦ Συλλόγου «᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής», Χρ.Ι. ᾿Αδαμόπουλος, ἐκπλήσσεται, ἐπειδὴ ὁ μαναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης καταμαρτυρεῖ τοῦ Μακράκη, μεταξὺ ἄλλων, ἀντιφάσεις εἰς τοὺς θεολογικοὺς ὅρους, καὶ ἀπαντᾷ· «Μήπως ὅμως ἀντιφάσκει, ὅπως κατηγορεῖται ὑπὸ τοῦ ἀρθρογράφου; ῾Η ἀντίληψις περὶ ἀντιφάσεων, νομίζομεν, ὀφείλεται εἰς τὴν διάφορον σημασίαν καὶ ἐκδοχὴν ὡρισμένων φιλοσοφικῶν ὅρων ἢ Γραφικῶν χωρίων. ῞Οπως ἐπὶ παραδείγματι οἱ ὅροι: ῾Υπόστασις, φύσις, οὐσία, ζωή, θάνατος κ.τ.λ. ᾿Εὰν ὁ μελετητὴς προσέξῃ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν ὡς ἄνω ἐννοιῶν, τοὺς ὁποίους δίδει ὁ Μακράκης, καὶ βάσει τῶν ὁποίων συλλογίζεται, οὐδαμοῦ θὰ εὕρῃ αὐτὸν ἀντιφάσκοντα ἢ ἀνακόλουθον. Τοὐναντίον δὲ θὰ εὕρῃ αὐτὸν λογικώτατον καὶ συνεπέστατον. Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ Μ. καὶ «Νέος Σωκράτης». ...Οὕτω καὶ ὑπόστασιν λέγων ἐννοεῖ ἁπλῆν-νοητὴν-ὀντότητα, ἢ τὴν βάσιν καὶ τὸ θεμέλιον τοῦ ὄντος, ἥτις ὑπόκειται εἰς τὰ γνωρίσματα ἢ τὴν φύσιν ἑκάστου ὄντος. Οὐσίαν ἐννοεῖ τὴν βαθυτέραν ὑφὴν τοῦ ὄντος ἑκάστου ἢ τὴν ὑπόστασιν καὶ φύσιν αὐτοῦ ὁμοῦ κ.ο.κ.» (Χ.Ι. ᾿Αδαμοπούλου, ᾿Απάντησις εἰς τὰς πεπλανημένας ἀντιλήψεις τοῦ ῾Αγιορείτου Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου περὶ τοῦ ᾿Ορθοδόξου διδασκάλου ᾿Αποστόλου Μακράκη, ᾿Εν ᾿Αθήναις 1962, σελ. 6).

__________________________________________
________________________________________